Βαρθολομαίου Βαντζέττι: «Καλές και κακές μέρες»
Ίσαμε δεκατριών χρονών έζησα κοντά στους γονείς μου στο Πιεμόντε της Ιταλίας. Επήγαινα σχολείο κι εσκεφτόμουν να εξακολουθήσω τις σπουδές μου. Αλλοίμονο, ο πατέρας μου ήταν φτωχός και ήμουν από παιδάκι υποχρεωμένος ν’ αναγνωρίσω πώς δεν υπήρχε για μένα στη ζωή, παρά δουλειά και απογοητεύσεις.
Ξένοι είχαν όλα τα δικαιώματα να με διαθέτουν. Από τις 7 το πρωί ως τις 10 το βράδυ έκανα μια κουραστική δουλειά. Έξι χρόνια γραμμή εμπόρεσα να το υποφέρω αλλά οι δυνάμεις μου μ’ εγκατέλειψαν καιυποχρεώθηκα να πέσω στο κρεββάτι.
Η μάννα μου, που ήταν για μένα η ίδια η καλωσύνη, με πήρε στο σπίτι. Ά! σχεδόν εξέχασα πως μπορεί να βρίσκωνται τόσο μαλακά και τόσο στοργικά χέρια.Ως που ν’ αναρρώσω ολότελα έμεινα κοντά στους γονείς μου. Αυτές ήταν οι πιο γλυκές στιγμές της ζωής μου. Μετά την θεραπεία μου είχα πάρει την απόφαση να φύγω για την Αμερική, όπου μού φαινόταν πως θα μπορούσα να βρω τη θέση που δε μπορούσα να βρω στην πατρίδα μου.
Τότε έπεσε άρρωστη με τη σειρά της η μάννα μου.Δε θέλησα να την αφήσω.Εκείνο που υποφέραμε αυτή και μεις είναι απερίγραπτο! Πόσες φορές παρακάλεσα τα παιδιά της γειτονιάς να πάνε να παίξουν μακρύτερα γιατί ο μικρότερος θόρυβος μεγάλωνε τους πόνους της.
Τον τελευταίο καιρό η φτωχή μητέρα μου ήταν τόσο άρρωστη που ούτε γω, ούτε κανείς άλλος δεν τολμούσε να ζυγώσει το κρεββάτι της.
Πέθανε χωρίς να περιμένει τα δάκρυά μου!Είναι η τελευταία ανάμνηση που μού έμεινε από την ηλιοφώτιστη Ιταλία. Κατόπι πήγα στην Αμερική.
Η πρώτη μου έκπληξη ήταν η καραντίνα. Παρατηρούσα πως οι αμερικανοί υπάλληλοι μεταχειρίζονταν τους μετανάστες σαν άγρια ζώα. Ούτε μια λέξη συμπονετική ή ενθαρρυντική.
Φτάνοντας στην Νέαν Υόρκη, η περιουσία μου όλη δεν ήταν παρά μερικά «σέντσια».
Μετά πολλές αναζητήσεις βρήκα τέλος μια θέση σ’ ένα ρεστωράν όπου έπλενα πιάτα, κατόπι αργότερα πήγα σ’ άλλο. Δοκίμαζα να υπομείνω. Αλλά εκεί είχαν φωτιά μέρα και νύχτα, η ζέστη ήταν ανυπόφορη, δεν υπήρχε φως και ήταν αδύνατο να κοιμηθώ τη νύχτα. Η κατάστασή μου δε μού επέτρεπε να εξακολουθήσω.
Στο δρόμο ήταν χειρότερα. Πέρασα ένα τρομερό χρόνο. Κοιμώμουνα στο ύπαιθρο και ζητούσα την τροφή μου σε αποφάγια.Η πείνα μ’ έδιωξε προς την εξοχή και πήγαινα από ένα υποστατικό σ’ άλλο ζητώντας δουλειά χωρίς να βρίσκω.
Στο Κονέκτικατ βρήκα δουλειά σ’ ένα ορυχείο. ‘Εμεινα κει δυο χρόνια γραμμή. Εκεί εσχημάτισα την πεποίθηση πως η «Πάλη των Τάξεων» εκφράζει ένα σκληρό νόημα.
Δυο χρόνια αργότερα γύρισα στη Νέα Υόρκη και δούλεψα γκαρσόνι σε ξενοδοχείο. Μερικούς μήνες σε μία θέση, μερικούς μήνες σε μιαν άλλη.
Παντού μ’ έδιωχναν σε λίγο καιρό. Την εποχή εκείνη δεν ήξερα γιατί.Μόνο αργότερα κατάλαβα την αιτία. Όσο πιότερα πρόσωπα άλλαζαν τόσο πιότερα κέρδιζαν.
Μετά πολλές περιπέτειες έφτασα τέλος στην Πλυμούθη όπου είχα βρει μια σταθερή θέση, που την έχασα αργότερα κατηγορούμενος για δολοφονία.Η συμμετοχή μου σε συνελεύσεις μ’ εμπόδιζε να ξαναβρώ δουλειά. Και ωστόσο ούτε ένας από τους πάτρωνές μου δεν μπορούσε να παραπονείται για την δουλειά μου.
Το μόνο μου ελάττωμα ήταν που ήθελα να ανοίξω τα μάτια των συντρόφων μου για τη θλιβερή τους μοίρα.
Η υγεία μου δεν ήταν καλή και οι στερήσεις έκαμαν τα υπόλοιπα. Με τη σκέψη της ηλιοφώτιστης χώρας μας ήρθε να με καταβάλει η νοσταλγία.Ο πατέρας μου και η καλή μου αδερφή Λουίζα με ζητούσαν στο γράμμα τους να γυρίσω κοντά τους.
Πουλούσα ψάρια στο δρόμο. Αυτό δε μού έδινε πολλά κέρδη, αλλά δούλευα, δούλευα για να κερδίσω τη ζωή μου.
Δεν έλαβα ανάγκη, αλλοίμονο, να πουλάω ψάρια για πολύν καιρό. Το Μάη του 1919 στην οργάνωση ενός συλλαλητηρίου διαμαρτυρίας για την εκτέλεση ενός αναρχικού, με συνέλαβαν. Το φίλο μου Σάκκο επίσης…
Από δω αρχίζει η τρομερή ιστορία που ξαίρει όλος ο κόσμος σήμερα.Είναι εφτά χρόνια από τότε!
Βαρθολομαίος Βαντζέττι
To παραπάνω κείμενο δημοσιεύτηκε στον Ριζοσπάστη στις 13/9/1927, λίγες μέρες μετά την εκτέλεση των Μπαρτολομέο Βαντσέτι και Νικόλα Σάκο στις φυλακές του Τσαρλστάουν της Μασαχουσέτης. Η ιστορία των δύο Ιταλών αναρχικών είχε συγκλονίσει την εργατική τάξη σε Ευρώπη και Αμερική, χωρίς όμως οι κινητοποιήσεις του κόσμου να εμποδίσουν το προαποφασισμένο τέλος τους στην ηλεκτρική καρέκλα στις 23 Αυγούστου του 1927.
Το εισαγωγικό σημείωμα του Ριζοσπάστη έγραφε:
Λίγο καιρό πριν εκτελεσθή ο Βαρθολομαίος Βαντζέττι είχε επιχειρήσει να γράψη τ’ απομνημονεύματά του. Αυτά βγήκαν σε βιβλίο στην Αμερική και πέρνομε τα πιο κάτω χωρία πoυ δίνουν την καλύτερη ιδέα για την άθλια ζωή που δεν έπαψε να τσακίζει το Βαντζέττι καθώς πιέζει λίγο πολύ τους προλετάριους όλου του κόσμου.
Εδώ υπάρχει ολόκληρη η ταινία Σάκο και Βαντζέτι με ελληνικούς υπότιτλους.
Πολύ καλό δώρο….
Σ’ ευχαριστώ Αθεόφοβε