Κι ο φασισμός, φασισμός. Αλλά κι εμείς ένα έχουμε σύνθημα και τώρα όπως και τότε και πάντα: Απάνω του!
Το παρακάτω κείμενο του κομμουνιστή θεατρικού συγγραφέα,ποιητή,κριτικού,πεζογράφου, αλλά πάνω απ΄όλα αγωνιστή Βασίλη Ρώτα πρωτοδημοσιεύτηκε στα «Ελεύθερα Γράμματα με τον τίτλο «28 του Οχτώβρη 1940». Επαναδημοσιεύτηκε στον Ριζοσπάστη στις 28 Οκτώβρη του 1981, με τίτλο «Εμπρός στον αγώνα – Πώς δέχτηκε η Αθήνα την είδηση για την κήρυξη του πολέμου», απ΄όπου και το αλίευσα. Σαν τίτλο διάλεξα να βάλω τις δυο συναρπαστικές και τόσο επίκαιρες αράδες από τον επίλογο του κειμένου.Τώρα που ο φασισμός ξαναθεριεύει αξίζει να ακουστεί και πάλι το σύνθημα: «Απάνω του!»
Πώς δέχτηκε η Αθήνα την είδηση για την κήρυξη του πολέμου
Εμπρός στον αγώνα
Κατά τη συνήθειά μου να σηκώνομαι νωρίς, είχα βγει χαράματα στην αυλή. Ήρεμα άνοιγε τα μάτια της η ημέρα και κανένα απαίσιο σημάδι δεν προμήναγε τη θύελλα που ερχότανε. Τα μάγουλα της αβγούλας ροδίνιζαν ανάμεσα από τα σκορπισμένα σύννεφα που βόσκανε τον ουρανό. Τα κοκόρια λαλούσανε κλαγγόφωνα, το μούγκρισμα του πρώτου τραμ είχε δονήσει τον αέρα της γειτονιάς και η τονάτη παιδιάτικη φωνή πρόσφερνε «ζεστά κουλούρια» στον έρημον δρόμο, όταν έξαφνα ένας ήχος φοβερός κι αναπάντεχος συντάραξε την ήρεμη ροή της ζωής. Ούρλιαξε η σειρήνα.
Ούρλιασμα δυνατό, τραβηχτό, επίμονο, ανεβοκατέβαινε όλη τη σκάλα της φρίκης. Στο πρώτο ούρλιασμα έμπαινε δεύτερο, τρίτο, από άλλες σειρήνες, κοντινές και μακρινές, γινότανε ούρλιασμα κανόνας, ούρλιασμα φούγκα, στρίγγλικη μουσική, η μουσική που έμελλε για χρόνια να γδέρνει τα αφτιά των κατοίκων της πολιτείας και να τους κόβει το αίμα. Γιόμιζε η στρίγγλικη βουή τα ουράνια σαν για να ξεσηκώσει τους πεθαμένους της γης. Οι ζωντανοί πετάχτηκαν αλαφιασμένοι απ’ τα κρεβάτια τους.
Κλείσαμε πόρτες και παράθυρα να εμποδίσουμε έξω τη σατανική συναυλία που μας τριβέλιζε το μυαλό, κι ανοίξαμε το στόμα του διαλαλητή. Αυτό σφυρίζει κλέφτικα κι η εγγαστρίμυθη φωνή του λέει: «Προσοχή, προσοχή…», σύσταση ολότελα περιττή για εκείνη ίσα-ίσα τη στιγμή, που όλη μας η ύπαρξη είχε γίνει χίλια τεντωμένα αφτιά.
Έτσι ακούσαμε τη γνωστή μελοδραματική ιστορία για το μεγάλο «Όχι», που αν και ήτανε τόσο μεγάλο, ωστόσο ξεστομίστηκε μ’ ευκολία. Έτσι μάθαμε κείνο που με φόβο και τρόμο περιμέναμε από καιρό, πως μπαίναμε κι εμείς η Ελλάδα στον πόλεμο.
Δυο αμέσως συναισθήματα κούνησαν τα αίματά μας. Το ένα φρικιαστικό από τη θέα του πολέμου. Το άλλο φλογερό, σαν λίβας, που φύσηξε από την ολάνοιχτη πόρτα της ελπίδας για λευτεριά.
Τον ξαίραμε τον πόλεμο. Όχι από τις εφημερίδες. Τον είχαμε γνωρίσει καλά ζώντας από το Δώδεκα κι εδώθε, όλα αυτά τα δίσεκτα χρόνια, όλους τους οργισμένους μήνες, σε Μακεδονικούς κάμπους και Ηπειρωτικά βουνά, σε Θρακιώτικα ακρογιάλια και σε μεγαλοπολιτείες της Ευρώπης, σε λαγγαδιές νεκροσπαρμένες, σε ποτάμια αιματοβαμμένα, σε χωριά να τα τρώνε οι πυρκαγιές, σε πολιτείες να τις χαλάνε οι μπόμπες, σε έφοδες με τη λόγχη, σε τάφρους μάχης, σε κάστρα αντίστασης, σε στρατόπεδα αιχμαλωσίας, σε γιορτάδες νίκης.
Είχαμε γνωρίσει, είχαμε νιώσει με όλες τις αισθήσεις μας, με τον βρασμό του αιμάτου και το ανατρίχιασμα του τομαριού μας, με τα χτυποκάρδια από την πόλη και τους πόνους από τις λαβωματιές, και τους όλμους, και τα φλογοβόλα, τ’ ασφυξιογόνα και τα τανκς, και τα υποβρύχια και τ’ αερόπλανα και τις τορπίλλες και τις ρουκέτες… Είχαμε ιδεί μωροζώντανους ξεκαρκάλωτους να ζυμώνουν με τα ίδια τους τα δάχτυλα τα χυμένα μυαλά τους, ξεκοιλιασμένους να τρέχουν σκούζοντας, κρατώντας με τις χούφτες τους τα χυμένα άντερά τους, είχαμε δει άλλους να ξερνάνε τα πλεμόνια τους. Γνωρίζαμε τις μαυροφορεμένες χήρες και τα παραπονεμένα ορφανά, τους ζητιάνους ανάπηρους και τους νεόπλουτους μαυραγορίτες και εμπόρους των πολέμων.
‘Ολα τα γνωρίζαμε κι από όσα γνωρίζαμε η φαντασία μας έπλαθε τα όσα φοβερότερα έμελλε να γίνουν…
Κι όμως. Τη θανατίλα του Άρη του χαλαστή, την εσκέπασε η ζωηρή ελπίδα του αγώνα για λευτεριά.Το σύνθημα όλης της ζωής μας ήταν αισιόδοξο σάλπισμα: Απάνω του! Ένας είνε ο εχτρός. Απάνω του. Και πάλι και πάλι και πάντα: Απάνω του. Εμπρός στον αγώνα!
Με τον αγωνιστικό ρυθμό συνταιριαγμένο το βήμα, βγήκαμε στην πόλη. Όλη η Αθήνα έδειχνε συνεπαρμένη απ’ το ίδιο σύνθημα. Ο λαός δεν εδίστασε ούτε μια στιγμή για να πάρει την απόφασή του και να φωνάξει παρών. Τα σπίτια σήκωσαν σημαίες. Οι κεντρικοί δρόμοι κι οι πλατείες πλημμύρισαν από κόσμο ζωηρόν, που τρέχανε ο καθένας να παρουσιαστεί στη θέση του, και παρατώντας δουλιές και συνήθειες, φίλους και δικούς, ν’ αρματωθεί και να ξεκινήσει, έκαστος εφ’ ώ ετάχθη.
Οι ζωηρότεροι κι ανεβάσταγοι κι ανεύθυνοι είχανε κάμει κιόλας τα δικά τους. Είχανε σπάσει τα ιταλικά μαγαζιά.
Συναπαντιέμαι μ’ ένα θεατρίνο γνωστό μου. Ήταν έξαλλος: «Τους κάναμε σμπαράλια!». Τόνε μάλωσα για να τόνε συνεφέρω, λέγοντάς του πως είνε αλλού ο πόλεμος.
Παρακάτω βρέθηκα μύτη με μύτη μ’ ένα άλλον γνωστό μου, χρηματιστή: «Τώρα», μού λέει, «άλλος γίνεται πλούσιος, άλλος χάνεται». Τράβηξε το δρόμο του που θα τον έκανε πλούσιο, (όπως και τον έκαμε).
Μη έχωντας εγώ, απόμαχος πια, θέση στις γραμμές των αρμάτων, αλλά και μη μπορώντας να μείνω έξω από τον αγώνα, αποφάσισα κι έβαλα μπρος να οργανώσω ένα από τα δυο: Είτε ένα θίασο για το μέτωπο , είτε μια εφημερίδα για τα μετόπισθεν. Έδωκα κιόλα για δημοσίευση πρόσκληση να παρουσιαστούνε, όσοι θεατρίνοι δεν είχανε στρατιωτική υποχρέωση, στο θέατρο Κυβέλης για να συγκροτήσουμε θίασο για το μέτωπο.
Όλη την ημέρα ο πυρετός της Αθήνας ανέβαινε. Επίστρατοι έφευγαν. Αρματωμένοι στρατιώτες γιόμισαν τους δρόμους.
Τραγούδια πολεμικά αντηχούσανε στις ταβέρνες και τα διασκεδαστικά κέντρα. Θρήνοι αποχωρισμού ξεπετιόντουσαν απ΄τα σπίτια. Τα πιο τρελλά νέα κυκλοφορούσαν. Μα πάνω απ΄όλα κυριαρχούσε η αισιόδοξη ορμή του λαού, που όχι μόνο δεν έδειχνε δείλιασμα από τον φοβερόν αγώνα που έμπαινε η Ελλάδα, παρά αντίθετα πεποίθηση στη νίκη… Όλοι ειρωνευόντουσαν τους Ιταλούς.
Το βράδυ αργά γυρίζοντας στο σπίτι μου συνάντησα έναν που κουβάλαγε ένα τσουβάλι καφέ στο σπίτι του. Ήταν ο πρώτος μαυραγορίτης. Δε με θυμάται πια. Είνε σήμερα μέγας και πολύς. Πολλούς έκανε μεγάλους και τρανούς και τούτος ο πόλεμος.
Κι ο φασισμός, φασισμός. Αλλά κι έμείς ένα έχουμε σύνθημα και τώρα όπως και τότε και πάντα: Απάνω του!
σπουδαίο ευχαρστούμε
Σπουδαίο, όσο σπουδαίος ήταν κι ο Βασίλης Ρώτας…