Μετάβαση στο περιεχόμενο

Το έπος της σαρανταπαπαρούσας.

19/06/2009

(Μια ποιητική κατάληψη/ανάληψη/μετάληψη του χώρου της Μπλογκοσλοβακίας από τον Νοσφεράτο, την Ροδιά , την Χρονοστιβάδα, τον Καναλιώτη, και άλλους καταραμένους ποιητές)

Σ’ ένα δρομάκι σκοτεινό , εκεί που περπατούσα
βλέπω ζωάκι ξαφνικά : Σαρανταπαπαρούσα
Που περπατούσε κουνιστό κουνώντας τα παπάρια
και τα παπάρια έλαμπαν , γυαλιστερά σαν ψάρια
που μόλις έπιασε Ψαράς , κι ήσαν πολλά στο δίχτυ
και ήταν η ώρα δώδεκα , βαθειά στο μεσονύχτι.

Περάσαν τα μεσάνυχτα -γοργά περνά ο χρόνος-
κι αναρωτιέται ο Ψαράς: «να γίνω δολοφόνος
ενός θεσπέσιου ψαριού σαρανταπαπαράτου
που έχει σφραγίδα στα πλευρά «Σπηλιά του Νοσφεράτου»;
Οχι! ποτέ δεν θα σκοτώ-, δεν θα δολοφονήσω
τέτοια ψαρούκλα όμορφη. Της πείνας ας ψοφήσω!

Τέτοια σκεφτόταν ο Ψαράς κι απόμενε κολώνα
κι ας νύσταζε, κι ας πείναγε, κι αύριο ας είχ’ αγώνα…
Στο τέλος τ’ αποφάσισε και κόβει ένα παπάρι
τρώει το μισό τηγανιστό, το υπόλοιπο στο Ψάρι
το δίνει με μισή καρδιά γεμάτη καλοσύνη
κι εκείνο, στ’ άλλα τριανταεννιά τον γράφει και τον σβήνει!

Και τότε ηκούσθη μια φωνή,λες κι ήρθε απ΄τα ουράνια
που έμοιαζε με τη φωνή που βγάζει η Ανίτα Πάνια:

-Εγώ δεν είμαι έντομο, εγώ δεν είμαι ψάρι
μα θεία δίκη μ’ έκανε να χάσω κάθε χάρη.
Εγώ που λέτε ήμουνα ρούσα, παπά γυναίκα
τα κάλλη μου θα τύφλωναν και μεραρχίες δέκα.
Σαράντα χρόνων ήμουνα και ο παπάς ογδόντα.
Τις νύχτες σαν καιγόμουνα κι έψαχνα ανακόντα
αυτός κοιμόταν κι έτσι εγώ τι νά’κανα για πες μου,
-δεν ήθελα τα κάλλη μου να φάει ο καναπές μου-
βαφόμουνα, ντυνόμουνα κι έβγαινα στο κυνήγι,
έψαχνα άνθρωπο κι εγώ να σβύσει μου τα ρίγη.
Κι όπως δεν είμαι οπαδός του ΛΑ.Ο.Σ και του Πλεύρη,
ποτέ μου δεν απέκλεισα κάποιον που σαν αλεύρι
δεν ήτανε το χρώμα του λευκό, μα σοκολάτα.
Αρκεί ποντίκια νά’πιανε, δεν μ’ ένοιαζε αν η «γάτα»
ήταν λευκή ή καφετιά, μαύρη ή κιτρινιάρα,
μόνο να είναι ζωηρή ήθελα και χαδιάρα.
Και ο παπάς σαν τό’μαθε απ΄τον καντηλανάφτη,
πού’ναι σπιούνος κι άσχημος, κι όλο φωτιές ανάφτει,
άνοιξε τα βιβλία του κι ευθύς ρίχνει κατάρες
κι έτσι από κόρη όμορφη, απέκτησα παπάρες.

Ευρέθηκ’ ένας χριστιανός και μάγος με πατέντα
κι ήρθε να παίξουμε χαρτιά. Τον κέρδισα με κέντα
και ξαναπήρα τη μορφή που είχα την πανώρια
και τα σαράντα αρχίδια μου τα μοίρασα στ’ αγόρια
που όταν λένε παπαριές και ρίχνουνε κατράμι
νά’χουν αντίβαρο αυτά, να μη τους λείπει δράμι!

Όμως του πάπαρδου ο θυμός δεν έλεγε να σβήσει
και πιάνει το μαγόπουλο να το τσουρομαδήσει
– ογδόντα ήταν οι χρόνοι του, μα το ‘λεγε η καλιά του
μόνο σ’ εμένα, ο άχρηστος, δεν έκαν’ τη δουλειά του-
Είδε απόειδε ο φουκαράς, τα μάγια παίρνει πίσω
κι έμεινα με το δίλημμα “να κλαύσω ή να τ’ αφήσω ?”
Δώσ’ του, λοιπόν, απ’ την αρχή παπάρια να φυτρώνουν
κει που ‘χα χίλιες ομορφιές τους άντρες να θαμπώνουν.
Το πήρα απόφαση κι εγώ, πως η ομορφιά μου εχάθη
– έτσι είναι πάντα ο άνθρωπος, στα ύψη ή στα βάθη…
σ’ άλλες ποδιές να σφάζονται σαράντα παλικάρια
κι άλλοι να παίρνουν στη ζωή ντουζίνες τα παπάρια –
Κι όπως σκεπτόμην όλ’ αυτά βγήκα να πάρω αέρα
αφού έτσι ή αλλιώς ο διάολος μας πήρε τον πατέρα…

Μια στάση στο περίπτερο, έκανα για τσιγάρα
κι ως μ’ είδε ο περιπτεράς τον σήκωσε αντάρα…
“Κάτι έχω για του λόγου σου, μα είναι ανθρακούχο”
μου είπε μόλις άκουσε το μαύρο ντέρτι που ‘χω
Τρέχει, μου φέρνει το χυμό… κείνον, φτερά που δίνει
που κάνει πέτρα το λαπά, τον κώλο φινιστρίνι
Τι να ‘κανα η βαριόμοιρη, τον ήπια… άσπρο πάτο
μπας κι επιτέλους σηκωθώ κι έρθουν τα πάνω κάτω.
Μα όσο εγώ είδα αλλαγή, την είδε κι ο Γιωργάκης
που απόξω είν’ σοσιαλιστής και μέσα Μητσοτάκης
Γι αυτό κι εσείς με βλέπετε στις στράτες και στις ρούγες
να σέρνω τα παπάρια μου αντί να ‘χω φτερούγες…
να ‘μαι από μέσα παπαδιά, γλυκιά, ρασοφορούσα
κι απέξω μια σιχαμερή σαρανταπαπαρούσα.



Αυτά είπε η βαριόμοιρη κι άτυχη ζωντοχήρα
που έτσι τόσο άσπλαχνα την βάρεσε η μοίρα
και κούτσα κούτσα έσυρε τα τριανταενιά παπάρια
-πιστεύω δεν ξεχάσατε το ένα που στα ψάρια
το τάισε εκείνος ο ψαράς απ΄την αρχή στο ποίημα,
και τώρα αυτή σαν περπατά, γέρνει δεξιά στο βήμα.

Το βάδισμα το λικνιστό της δίνει άλλη χάρη
καθόλου δεν της φαίνεται που λείπει το παπάρι
τέτοιο γυναίκας κούνημα δεν είναι απ΄ την Ελλάδα.
“Τόσα χρόνια βαρελάς τέτοιο πάτο δεν ματάδα”
φώναξε ένας βαρελάς που έχει να δει βαρέλι
απ’ τον καιρό του Πάγκαλου, -τώρα πουλάει μέλι
.

Εκεί όπου εσερνότανε το τέρας το καημένο
συναπαντά ένα Βοσκό με μια προβιά ντυμένο.
Της λέει «καλό μου έλα εδώ για να σε καμαρώσω,
κι απ’ το κουτσό πορπάτημα εγώ να σε γλιτώσω »
κι αυτή το χάβει μονομιάς -το ψέμα έχει χάρη-
κι ο τσέλιγγας δίνει μια -ΧΡΑΠ!- και κόβει το παπάρι
που επερίσσευε μονό και την ενόχλει τόσο…
«Να έχεις χάρη στον Ψαρά που δε θα σε σκοτώσω»
της λέει και κάνει σουβλιστό το δόλιο παπαράκι
και της προσφερει μια μπουκιά, να το γευτεί λιγάκι.

Εκείνη λέει «ευχαριστώ, μα είμαι φαγωμένη»
κι αναχωρεί καλπάζοντας μισομελανιασμένη
απ’ τη τρομάρα τη τρελλή που έλαβε η μαύρη
πάει να χωθεί στη τρύπα της, κακό να μη ξανάβρει…
Μα έλα που λογάριαζε να πλέξει με βελόνες
σαράντα θήκες να φορεί ν’ αντέχει τους χειμώνες
και τώρα τριανταοχτώ της έμεινε να πλέξει
κι αναφωνεί μαρτυρικά τα λόγια του Αλέξη:
«Μέσα στην ατυχία μου, την τύχη μου τη βρήκα!
Δύο παπάρια έχασα, μα γλίτωσα μια προίκα,
μέσα σε χαλεπούς καιρούς δυο θήκες είναι φύρα
κι ευχαριστάω τον Ψαρά, τον Τσέλιγγα, τη Μοίρα.»

Κι εκεί που ευχαρίσταγε τους πάντες στη ζωή της
όπως τους αμερικανούς μεσ΄τη βουλή ο Σημίτης
μια σκέψη ήρθε στου μυαλού την πόρτα της απ΄έξω,
«σύριζα μου τα κόψανε, στο ΣΥΡΙΖΑ θα τρέξω,
και θα τους πω τον πόνο μου. Εκείνοι θα με νοιώσουν
κι απ΄την κατάρα του παπά, μπορεί να με γλυτώσουν».

Τα βήματα της τά’ συρε μέχρι την Κουμουνδούρου,
είδε καπνούς, μαύρους καπνούς, όμως δεν ήταν πούρου.
Έστησ’ αυτί και άκουσε σκληρές που λέγαν λέξεις
ο Αλέκος ήταν από τη μιά, στην άλλη ο Αλέξης.

Χτυπά και της ανοίγουνε. Καλώς την «συνιστώσα»
της λένε κάθησε εδώ, μη περπατάς σαν κλώσσα.
Κι εκείνη τότε σκέφτηκε: «φιλόξενοι είναι τούτοι,
εδώ θ’ αράξω να σωθώ, στο κόμμα τούτι φρούτι.

Όσοι θαρρούν το ζωντανό πως έχει πια γλιτώσει
βαριά σκοτάδια έχουνε κι αργεί να ξημερώσει
Πολλά δεινά της έρημης της φύλαγεν η μοίρα
να… επάνω στα παπάρια της εκάθησε μια ψείρα
Κόλλησε πίσω, δεξιά, εκεί που την πονούσε
όταν με χάρη ζηλευτή τ’ αρχίδια της κουνούσε
Ήτανε μαύρη, γκάγκανη, λες κι ήρθε απ’ άλλα μέρη
-πολλοί είπαν πως έμοιαζε και του Καρατζαφέρη-
κι είχε το μάτι του φιδιού, της νυχτερίδας μύτη
και μια ελιά στα πισινά, παχιά σαν του Σημίτη.
Όσο η ψείρα χόρταινε και ζήταε κι άλλο αίμα
η παπαδιά ξυνότανε και ζούσε μέσ’ στο ψέμα.
Φαίνεται της καλάρεσε, γλυκά τη γαργαλούσε
όμως τι θα γινότανε η ψείρ’ αυτή αν γεννούσε ;

«Φύγε κυρά μου από δω, δεν θέλουμε φαγούρα
μας φτάνει όση πήραμε των εκλογών χασούρα»,
της λέει εκεί ένας ψηλός με μαύρα ματογυάλια.
Αυτή θιγμένη ένιωσε. Ήταν που ήταν χάλια.

Κρύος ιδρώς την έλουσε, αυτό δεν το ‘χε υπ’ όψη
ώσπου μια φιλενάδα της, της είπε να τα κόψει
Ήξερε αυτή κι ανέκραξε «κόψ’ τα για θα σε φάνε
οι ψείρες δεν παλεύονται σαν πιάσουν και πεινάνε»
Αμέσως βρέθηκε ο γιατρός, βρεθήκαν νοσοκόμοι
ακτινογράφοι, ασφαλιστές και χίλιοι άλλοι ακόμη.
Είχε στην άκρη δυο δραχμές για τα γεράματά της
τι να ‘κανε, τις έδωσε να κόψουν τ’ απαυτά της.
Σαν βγήκε από την κλινική, φώναξε τα κανάλια
δηλώσεις έκανε γι αυτούς, που απ’ τα μαύρα χάλια
με κόπο τη γλιτώσανε και με αυτοθυσία
– τα φακελάκια που ‘δωσε δεν είχαν σημασία-

Τ’ άλλο πρωί που ξύπνησε σαν παραζαλισμένη
-η νάρκωση τη ζάλισε κι ήταν ζαβλακωμένη-
κουνάει λίγο το κορμί, απλώνει τα ποδάρια
και νοιώθει από κάτου της  σαρανταδυό  παπάρια!!!

«Η εγχείριση δεν πέτυχε, η ασθενής θα ζήσει,
αρκεί να παίρνει διαρκώς ένα καλό γαμήσι»
η δόκτωρ της χειρουργικής με στόμφο απεφάνθη
και η καημένη η παπαδιά της έστειλε και άνθη,
χρυσάνθεμα, γλαδιόλες μπλε, τουλίπες μαύρες δέκα,
να ευχαριστήσει τη γιατρό, μη την αφήσει σέκα!
Δεν τό’χε λίγο η γιατρός -μεγάλη ντοκτορέσσα-
να δώσει μια στην ασθενή κι ύστερα χέσε μέσα…

Μαζεύει τα παπάρια της και βουρ στον αστυνόμο
να εφαρμόσει του ζητεί ένα αρχαίο νόμο,
που λέει ότι ο γιατρός όταν αποτυχαίνει
αποζημιώνει το κακό που ο ασθενής παθαίνει,
αλλά ο αστυνομικός που ήταν τροχονόμος,
της ψιθυρίζει σιγανά «κοιμάται τώρα ο νόμος..»

Το ζωντανό ξεγλίστρησε με όλα τα παπάρια
Και τράβηξε για Περισσό – του πήρε δύο φεγγάρια.
Τον αρχηγό εζήτησε να πει δυο-τρία λόγια
Την Παπαρήγα του ‘φεραν, για τα κουβεντολόγια
Μόλις την είδε ένοιωσε μια κρύα ανατριχίλα
Τα σκέλια της υγράνθηκαν, μουσκέψανε τα χείλια
Η λίμπιντο ξεχείλισε στα δυο ζεστά κορμιά τους
Το τι θα γίνει φαίνονταν μέσα από την ματιά τους
Η αύρα που παράχθηκε από αυτή εδώ την σχέση
Παράνομη κηρύχθηκε σ’ Ανατολή την Μέση

Η Παπαρήγα στάθηκε, θυμήθηκε το κόμμα
-Είναι σωστό ομόφυλα ή με το ίδιο σώμα;
-Ποια είναι τα ομόφυλα ερώτησε το κτήνος
-Γυναίκα εσύ, γυναίκα εγώ, συνδυασμός και φίνος
-Αυτ’ απαιτεί πολύ δουλειά απάντησε το τέρας
Η αρχηγός την έπιασε την προσβολή της μέρας
Συγνώμη ζήτησε ευθύς να πάει προς πιπί της
Και προς τα Πρίνος τράβηξε να δει την προκοπή της

Εκεί μασχάλες ξύρισε έκανε και μπικίνι
Βλέφαρα επιμήκυνε έφτιαξε και το φρύδι
Με λέιζερ αφαίρεσε τις τρίχες χωρίς πόνο
Και σύσφιξη κατάφερε ‘να μέτρο και ‘να πόντο
Ανταύγειες έκανε ξανθές και χτένισμα ωραίο
Οι πανάδες έφυγαν πια, -το πρόσωπο μοιραίο
Στα γρήγορα, στα πεταχτά περνά από Ασλάνη
Γούνα αγοράζει ολόσωμη από άγριο καπλάνη
Απ’ Αεράκη αγόρασε όλα τα αξεσουάρ
Και το μπικίνι έστρωσε με ένα σεσουάρ

Έτσι του εμφανίστηκε και το ‘καμε να τρέμει
Τώρα είν’ δυο τα θηλυκά, -το τρίτο είν’ η Τρέμη
Άνοιξε λίγο τη γούνα και πρότεινε το πόδι
Έδειξε το εσώρουχο που είχε ένα ρόδι
Άνοιξε λίγο πιο πολύ σαν ένα αεράκι
Και του ‘δειξε ‘τσι ξαφνικά όλον τον Αεράκη
Σουτιέν δαντέλα και μισό, -απέξω ΄ταν η ρόγα
Ζαρτιέρες μαύρες πρόστυχες, -δεν πέρναγε η ώρα
για να τα βγάλει ολ’ αυτά με τα πολλά της δόντια
σιγά σιγά νωχελικά με τέχνη σολομώντεια
-Τώρα εμπρός να ζήσουμε τον άγριο τον πόθο
-Πάρε όμως το χάπι σου, προφύλαξη για νόθο
Αγκαλιάστηκαν και μπλέχτηκαν τα δυο κορμιά μαζί
Τα πόδια κουλουριάστηκαν μέ’ σε γλυκό φιλί
Τα μπλόκια σεξολίμνασης ξεμπλόκαραν αμέσως
Πολλών ετών ενέργεια ξεχύθηκε εμμέσως
Καλά ο Ράιχ τάλεγε, βόγγηξε η Αλέκα
Και ο Γιούνγκ πολύ σωστός είπε η άλλη γυναίκα

Κι ενώ ο Λένιν φύλαγε απ’ έξω από το κτίριο
εντός κορμιά ιδρώνανε -σωστό θεραπευτήριο
Ο πόθος τους εξάντλησε αφού όλα τα’ καναν
και τα κορμιά χαρήκανε, ένοιωσαν, αποκάναν
-Πόσο του μήνα έχουμε; ρώτησε η Αλέκα
-Είκοσι Ιούνη απάντησε; αμέσως η γυναίκα
-Μπορώ λοιπόν έν’ ακόμη τσιγάρο να καπνίσω
Και ένα το βράδυ που με τον πρέσβη θα δειπνήσω
Χτες ο Αβραμόπουλος με ζήτησε και με βρήκε
“Ιούλιο τσιγάρο γιοκ” είπε, κι αμέσως βγήκε
Και με επέπληξε αυστηρά μη τύχη και μας δει
εμένα (ή και τη Λιάνα) να καπνίζω στην Τιβί
μα τι σου λέω τώρα, προβλήματα ‘χει η δουλειά
Πρέπει να φύγεις όμως, να μην ξαναπεράσεις πια
Θα σε ξεχάσω μόνο όταν θα ‘μαι ένα πτώμα
Άφησε αν θέλεις κάποια ενίσχυση στο κόμμα

Το Κόμμα εξέδιωξε την Σαρανταπαπαρούσα
Μήπως και ήταν τροσκιστής; Συντρόφισσα του Ρούση;

Με κλάμα εποδέθηκε και έβαλε τα ρούχα
(Στο κλάμα ήτανε καλή και μάλλον ταλαντούχα)
-Αυτό που νιώσαμε οι δυο δεν έχει νοιώσει άλλος
Ουτ΄ Έλληνας ουτ΄ Ιταλός μα ούτε κάνας Γάλλος
Και ‘σύ με διώχνεις άσπλαχνα συντρόφισσα Αλέκα
Πριν λίγο αναστέναζες με φώναζες μπεμπέκα
Για να σου δείξω πόσο εγώ έχω την σχέση νοιώσει
(Ενώ εγώ περίμενα, να μ’ έχεις στελεχώσει
έτσι όπως σε άκουγα επάνω μου να πίνεις
απ’ το ποτό του έρωτα, -Πιές δεν θα παχύνεις)
Αλλ’ άστ’ αυτά ‘ναι παρελθόν τώρα πάμε για νέα
Εγώ εκπέμπω στα μακρά και συ είσαι βραχέα
Εγώ το βίωσα πολύ. Μέσα απ ‘το κορμί μου.
Απ’ το κορμί μου πάρε αυτά, ενίσχυση καλή μου.
Και δυο παπάρια, τα πιο χοντρά, χούφτωσε με μία
Σαν Σαμουράϊ τα ‘κοψε με μια περίσσια βία
Στο κόμμα τα κατέθεσε σ’ ένα βωμό στο αίθριο
Για να μαθαίνει η νια γενιά τι ‘ναι το ολέθριο.



Στον Περισσό τους έφεξε, τ’ αρχίδια φέραν γούρι
κι έτσι στις νέες εκλογές δεν πήραν το αγγούρι
που παίρνανε κοντολογίς σαράντα τόσα χρόνια
κι αναθαρρήσανε κι αυτοί, γινήκαν ευρω-ψώνια
Το μάθαν τ’ άλλα κόμματα που κλαίνε για εξουσία
και βάλθηκαν με το φρικιό να ‘ρθουν σε συνουσία
Τι συνεντεύξεις, τι κους-κους, τι γεύματα στο Χίλτον
– τους επερίσσευε ο παράς, “για βρούβες” είπαν “στείλ’ τον” –
τι δεξιώσεις προς τιμήν του θαυμαστού πλασμάτου
του λυγερού και φουντωτού σαρανταπαπαράτου !!!
Ωραία ήταν όλ’ αυτά, μα ήταν οι μεζέδες
ήταν τα προκαταρκτικά ν’ ανάψουν οι μπουφέδες
Κοινό ήταν πλέον μυστικό, όλοι μπροστά στην ήττα
για σωτηρία ορέγονταν σαράντ’ αρχίδια πίτα



(Και ξαφνικά ο Νοσφεράτος γυρίζει από τη θάλασσα καμένος και γιαουρτοπασαλειμένος μονολογεί ποιητικά: )

Καλά ρε σεις , δεν γίνεται , δεν είναι δυνατόν !!!
Τι βλέπουν τα ματάκια μου; Ποιητικόν γκρεμόν
-Μου πήρανε τους στίχους μου και μου τους κάναν λιώμα
Και γώ μόλις που γύρισα -από τα μπάνια- πτώμα.
Τι μπλέκετε τα έντομα με τις πολιτικούρες;
μήτως δεν βαρεθήκατε τόσες αλογομούρες ;
Τι φταίει αυτή το ζωντανό, με τα πολλά ποδάρια
Γιατί μου την εμπλέκετε με τ’άλλα τα παπάρια;
Θαρθει καιρός που η μικρή Σαραντοπαπαρούσα
σαν την φιλήσει Πρίγκηπας θα γίνει μια θεούσα
Θ’αφήσει τα εγκόσμια , θα παει μοναστήρι
κι εκει με τις καλογριες θ’ αρχίσει μπίρι -μπίρι.

(Ακούει μοναστήρι η Ανεπίδοτη και εμπνέεται αγιοποιήσεις!)
Το έντομο ξεθάρεψε και βγήκε για σεργιάνι
κανένα δεν συνάντησε και έγινε χαρμάνι
μέσα στον οχετό της σαραντοπαπαρούσας
έζεχνε ζωμός από παπάρι ρούσας
κανείς δεν επλησίαζε μήπως και βρωμίσει
απ’ το ζουμί του παπαριού που είχε πια αχνίσει
στο μοναστήρι έτρεξε και βρήκε πια την λύση
με την αγιοποίηση απέκτησε και ρήση
μαζί με τις καλόγριες που είχαν απηυδήσει

(Χτυπημένος από οξεία-τρομώδη ηλίαση ο Νοσφεράτος εξακολουθεί το ποιητικό παραλήρημα: )

Πιο πάνω από το Κου- Κου- Ε, πιο πέρα απ’ την Αλέκα
Και της ΝουΔούς τον βολευτή τον Τρομερό Γκιουλέκα
πιο πέρα από το Σύριζα κι  από τον Αλαβάνο
– αναρωτιέμαι : άραγες ,εδώ, τι ρίμα βάνω; –
Και πιο ψηλά απ’ το Πασόκ και τον Καρατζαφέρη
-που τα μαλλάκια του τσιμπά , λευκό, ‘να περιστέρι
Πιο πάνω απ’ τον Τρεμόπουλο πιο περα απ’ τον Ρινάλντι
Η Ποίηση φεγγοβολά αστραφτερό διαμά(λ)ντι…

(Η επίκληση της Ποίησης όμως από τον Νοσφεράτο, ξυπνάει εκδικητικά φαντάσματα. Η Ύβρις ξυπνάει την Νέμεση- Γκρίζα διαφήμιση για το περιοδικό της σ. Λιάνας- και γίνεται χαμός.)
Μα για σταθήτε τι’ναι αυτό, που έρχεται τροχάδην
ρακένδυτο,τρομακτικό, σαν μανεκέν του Άδη;
Στο φάντασμα της Ποίησης θαρρώ πως λίγο μοιάζει.
Ν’ ακούσουμε τι θα μας πει, μα εμένα με τρομάζει.

-Αυτό το πράγμα τώρα εσείς για ποίημα μας το λέτε;
Δεν είναι καν κατάλληλο χαρτί για τουαλέτες…
Παπάρια εδώ, παπάρια εκεί, παπάρια παραπέρα,
παπάρια απ΄το ξημέρωμα, ως που τελειώνει η μέρα!
Τη χώρα που τους ποιητές γεννά με το τσουβάλι,
ποτέ μου δεν περίμενα να ειδώ σε τέτοιο χάλι.
Οι ποιητές σας κέρδισαν κάθε λογής βραβείον,
Νόμπελ δεν έχει για εσάς, πάρτε το παπαρίων.

~~~~~~ΤΕΛΟΣ~~~~~

H ιδέα, οι αρχικοί στίχοι (ελπίζω και η συνέχεια) είναι του Νοσφεράτου.
Τα ταλασί ιντερμέδια είναι της Ροδιάς.
To λαχανί είναι η δικιά μου συνεισφορά στο έπος, μια και δεν φάνηκε ο Καναλιώτης  (ακόμα).
Τα μελιτζανί είναι οι συνέχειες της Χρονοστιβάδας.
Τα ροδακινί και το παράρτημα είναι του Καναλιώτη.
Η λιλά πινελιά είναι της Ανεπίδοτης

Το μουλτικολόρ έπος συνεχίζεται(;)



Μπαλάντα στους ποιητές, «άρρωστοι» που είναι*

(Συνεισφορά του  Καναλιώτη)
(Ειν’ η Ροδιά αληθινή ή είναι μια ιδέα;)
Το Νοσφεράτο ξέραμε ήταν αλλού παρέα
Πάντα στην γκρίνια ήτανε την δημιουργική
(Την γκρίνια που ο Uderzo την ζωγραφίζει γκρι)
Απ’ το μου-λου επέρασε μεσ’ τον σκληρό πυρήνα
(Ήταν μαθές Μαοϊκός ή του Εμβέρ Χότζα νήμα;)

Πριν όμως ενταχθεί στο ρεύμα των γκοσίστ
(Ααααα!!! όταν μπάσκετ έπαιζε έδινε πάντα ασσίστ)
Το σχολείο που επήγαινε είχε μεγάλη αυλή
Εκεί ήταν που τον γνώρισε Ωιμέ και τρις Αλλή
Το στιχάκι πού ‘λεγε «Όταν πηγαίναμε μαζί σχολείο»
Με τον «Τρεμό» το έφτιαξαν σε διπλανό θρανίο

Μα όταν εμεγάλωσε και πίσω από τις λέξεις
Συχνά πυκνά φαινότανε να είναι ο Αλέξις
Και εκεί του ήρθε μπέρδεμα για την Μακεδονία
(Η αλήθεια είναι ότι του έφερε μεγάλη αγωνία)
Mέθυσος τριγύρναγε ως άλλος Τσάρλς Μπουκόφσκι
Και ο Τρεμό του έλεγε «την λένε Μακεντόνσκι»
Στο τέλος τον ξαπόστειλε να πάει στις Βρυξέλες
Να μην τον βλέπει άλλο εδώ και να του λέει τρέλες.

Αυτά όλα σκεφτόντανε φεύγοντας από την κάλπη
Και ξαφνικά του πέρασε μια τρέλα σαν του Άλμπι**
Αν ποτέ του έβλεπε μια Σαρανταπαπαρούσα
Να είναι εκεί, αληθινή, πραγματική, παρούσα
Και ο μετανάστης ν’ ασφυκτιά από το σφιχταγκάλιασμά της
με τα παπάρια τα πολλά τον έχει στην ποδιά της
Ποιανού το μέρος θα ‘πρεπε να πάρει, που λέει ο λόγος
Τώρα που ψήφισε Τρεμό και είναι οικολόγος;

Εκεί ήταν που ξύπνησε μέσα σε κρύο ιδρώτα
Μαύρο σκοτάδι ήτανε και άναψε τα φώτα
Νερό στο πρόσωπο έριξε, κοίταξε στον καθρέφτη
(ο ωραίος άνδρας που ήταν εκεί και του ‘μοιαζε για κλέφτη
του έχει κλέψει την καρδιά σαράντα-τόσα χρόνια)
Το όνειρο θυμήθηκε, Τρεμό και Macedonia

Πολλά μαζί του πέσανε και άρχισε να τρέμει
Μην κοντά σε όλα αυτά του έρθει και η Τρέμη
Κάνε θεέ των παλαβών να μην του τύχει πάλι
Ξανά αυτό το ζωντανό μπροστά του σε κρεπάλη
Κάνε θεέ των όμορφων να έχει ωραίο ύπνο
Και μακριά απ’ όλα αυτά ποὺ ἀδιάκοπα τοῦ συμβαίνανε στὸν ὕπνο καὶ στὸν ξύπνο***

——————————
*ο τίτλος είναι αναφορά στο ποίημα του Κ.Καρυωτάκη «μπαλάντα στους ποιητές, άγνωστοι που είναι».

**’Εντουαρντ Άλμπι
***Στράτης Μυριβήλης – Μιὰ μαχαιριά

120 Σχόλια leave one →
  1. 19/06/2009 10:17 πμ

    Ε άντε -πού είναι η συνέχεια ;

    Ε;

    🙂 🙂

  2. 19/06/2009 10:23 πμ

    Μάλλον κοιμούνται οι ποιητές.
    Η κατάληψη/ανάληψη/μετάληψη έγινε χθες μετά τα μεσάνυχτα στα σχόλια του προηγούμενου ποστ.
    Με τρώει και μένα η αγωνία να μάθω τι περιπέτειες περιμένουν την άμοιρη σαρανταπαπαρούσα.

  3. 19/06/2009 11:22 πμ

    ΤΕΛΕΙΟ!!!! ΕΠΟΣ!!!

    Και με πόσο αληθινό νόημα, όπως πράγματι διέπει την αληθινή ποίηση!!!!!!

    Εύγε!!!

  4. 19/06/2009 12:06 μμ

    @Ιφιμέδεια:
    νομίζω ότι θα μας βγει διδακτικό το έπος…
    🙂

    @Καναλιώτη: άντε, βάλε την συνέχεια που έχεις έτοιμη να προσθέσω κι εγώ τα δικά μου.

  5. 19/06/2009 12:48 μμ

    😆 😆 😆

    Καλά, κι έτσι που είναι χρωματιστό, άψογο!
    (τον Καναλιώτη τι χρώμα θα τον κάνεις τώρα; Φούξια; :p)

  6. 19/06/2009 12:50 μμ

    Έχουμε και σε μπεζάκι…
    :p

  7. 19/06/2009 1:03 μμ

    Ευρέθηκ’ ενας χριστιανός και μάγος με πατέντα
    κι ήρθε να παιξουμε χαρτια. Τον κέρδισα με κέντα
    και ξαναπήρα τη μορφή που είχα την πανώρια
    και τα σαράντα αρχίδια μου τα μοίρασα στ’ αγόρια
    που όταν λένε παπαριές και ρίχνουνε κατράμι
    νά’χουν αντίβαρο αυτά, να μη τους λείπει δράμι!

    –>> επειδή το άσμα παραστράτησε (με την «προσθήκη Μαρξ» νομιζω ότι ωθούμεθα προς διαφορετικά μονοπάτια, βλ. δικη μου συνεχεια ανωτέρω) προτεινω το μάρξειον τεμάχιον να μετατεθεί ολίγον προς το τέλος του Επους, ώστε να ξεδιπλώσομεν οι λοιποί ελευθερα τον σεξουαλικον μας οιστρον…
    Ευπειθώς αναφερομένη :)))

  8. 19/06/2009 1:04 μμ

    Πολύ μ’ αρέσουν κάτι τέτοια !!! Να ‘στενε καλά (…ούλοι οι ποιητάδες), μου φτιάξατε τη διάθεση και το υπόλοιπο της μέρας !!!
    Επίσης, νιώθω να μου ‘ρχεται μια συνέχεια… έτσι από μόνη της, ακάλεστη, αλλά αφού την έχετε έτοιμη δεν ξέρω αν θα ταιριάζει. Για χώστε και το υπόλοιπο, να διούμε… 🙂

  9. 19/06/2009 1:07 μμ

    Μετα το χιονοστιβάδειον σχόλιον προτείνω καταγραφην σκορπιων τεμαχίων, τα οποία καλείται ο οικοδεσπότης να βάλει σε μια σειρά μετά την ολοκλήρωσιν…
    (οταν καταφερουμε να ολοκληρωσουμε δλδ)
    :)))

  10. 19/06/2009 1:08 μμ

    @Ροδιά: αυτό θα κάνω… Θα μεταθέσω τα της παπαδιάς προς το τέλος αν κάτι πρέπει να προστεθεί πριν.
    Το δικό σου όμως το 2 είναι συνέχεια από το δικό μου.
    @ Χρονοστιβάδα: Ρίχτο στα σχόλια και θα το βολέψουμε…
    🙂

  11. Καναλιώτης permalink
    19/06/2009 2:22 μμ

    Απ’ τα χαράματα έπιασαν δουλειά οι ποιητές.
    Αλλά η ποίηση είναι δουλειά της νύχτας.
    Τα λέμε το βράδυ, μετά την δουλεία. 😉

  12. Καναλιώτης permalink
    19/06/2009 5:49 μμ

    Δεν άντεξα να περιμένω το βράδυ

    Πρόλογος

    (Ειν’ η Ροδιά αληθινή ή είναι μια ιδέα;)

    Το Νοσφεράτο ξέραμε ήταν αλλού παρέα
    Πάντα στην γκρίνια ήτανε την δημιουργική
    (Την γκρίνια που ο Uderzo την ζωγραφίζει γκρι)
    Απ’ τα μου-λου επέρασε μεσ’ τον σκληρό πυρήνα
    (Ήταν μαθές Μαοϊκός ή του Εμβέρ Χότζα νήμα;)

    Πριν όμως ενταχθεί στο ρεύμα των γκοσίστ
    (Ααααα!!! όταν μπάσκετ έπαιζε έδινε πάντα ασσίστ)
    Στο σχολείο που πήγαινε είχε μεγάλη αυλή
    Εκεί ήταν που τον γνώρισε Ωιμέ και τρις Αλλή
    Το στιχάκι που λέει «Όταν πηγαίναμε μαζί σχολείο»
    Με τον «Τρεμό» το έφτιαξαν στο διπλανό θρανίο

    Μα όταν εμεγάλωσε και πίσω από τις λέξεις
    Συχνά πυκνά φαινότανε να είναι ο Αλέξις
    Και εκεί του ήρθε μπέρδεμα για την Μακεδονία
    (Η αλήθεια είναι ότι του έφερε μεγάλη αγωνία)
    Mέθυσος τριγύρναγε ως άλλος Τσάρλς Μπουκόφσκι
    Και ο Τρεμό του έλεγε «την λένε Μακεντόνσκι»
    Στο τέλος τον ξαπόστειλε να πάει στις Βρυξέλες
    Να μην τον βλέπει άλλο εδώ και να του λέει τρέλες.

    Αυτά όλα σκεφτόντανε φεύγοντας από την κάλπη
    Και ξαφνικά του πέρασε μια τρέλα σαν του Άλμπι*
    Αν ποτέ του έβλεπε μια Σαρανταπαπαρούσα
    Να είναι εκεί μπροστά του αληθινή, πραγματική, παρούσα
    Και ο μετανάστης ν’ ασφυκτιά από το αγκάλιασμά της
    Ποιανού το μέρος θα ‘πρεπε να πάρει, που λέει ο λόγος
    Τώρα που ψήφισε Τρεμό και είναι οικολόγος;

    Εκεί ήταν που ξύπνησε μέσα σε κρύο ιδρώτα
    Μαύρο σκοτάδι ήτανε και άναψε τα φώτα
    Νερό στο πρόσωπο έριξε, κοίταξε στον καθρέφτη
    (ο ωραίος άνδρας που ήταν εκεί του έμοιαζε για κλέφτη
    που του είχε κλέψει την καρδιά τα τελευταία χρόνια)
    το όνειρο θυμήθηκε, Τρεμό και Macedonia

    Πολλά μαζί του πέσανε και άρχισε να τρέμει
    Μην μαζί με όλα αυτά καθίσει και η Τρέμη
    Κάνε θεέ των παλαβών να μην του τύχει πάλι
    Αυτό το ζωντανό μπροστά του σε τέτοια πάλη
    Κάνε θεέ των όμορφων να έχει ωραίο ύπνο
    Και μακριά απ’ όλα αυτά ποὺ ἀδιάκοπα τοῦ συμβαίνανε στὸν ὕπνο καὶ στὸν ξύπνο**

    *’Εντουαρντ Άλμπι
    **Στράτης Μυριβήλης – Μιὰ μαχαιριά

  13. 19/06/2009 5:54 μμ

    🙂

  14. Καναλιώτης permalink
    19/06/2009 6:05 μμ

    το

    που του είχε κλέψει την καρδιά τα τελευταία χρόνια

    να γίνει

    που του είχε κλέψει την καρδιά σαράντα-τόσα χρόνια

  15. 19/06/2009 8:10 μμ

    Καναλιώτη, εύγε !!! Έγραψες έναν εξαιρετικό πρόλογο !!!
    Α.Φ.Μ. (… φτου τρις) μου, αν και το ‘χασα ολίγον τι, γιατί έπρεπε να βγω απ’ το ιντερνέτι , συνεχίζω από ‘κει που τ’ άφησε η οδιά […να σας κόψω κι εγώ το «Ρο», να δω, θα σας αρέσει ?… αστειεύομαι 🙂 ]

    Όμως του πάπαρδου ο θυμός δεν έλεγε να σβήσει
    και πιάνει το μαγιόπουλο να το τσουρομαδήσει
    – ογδόντα ήταν οι χρόνοι του, μα το ‘λεγε η καλιά του
    μόνο σ’ εμένα, ο άχρηστος, δεν έκαν’ τη δουλειά του-
    Είδε απόειδε ο φουκαράς, τα μάγια παίρνει πίσω
    κι έμεινα με το δίλλημα «να κλαύσω ή να τ’ αφήσω ?»
    Δώσ’ του, λοιπόν, απ’ την αρχή παπάρια να φυτρώνουν
    κει που ‘χα χίλιες ομορφιές τους άντρες να θαμπώνουν.
    Το πήρα απόφαση κι εγώ, πως η ομορφιά μου εχάθη
    – έτσι είναι πάντα ο άνθρωπος, στα ύψη ή στα βάθη…
    σ’ άλλες ποδιές να σφάζονται σαράντα παλικάρια
    κι άλλοι να παίρνουν στη ζωή ντουζίνες τα παπάρια –
    Κι όπως σκεπτόμην όλ’ αυτά βγήκα να πάρω αέρα
    αφού έτσι ή αλλιώς ο διάολος μας πήρε τον πατέρα…

    Μια στάση στο περίπτερο, έκανα για τσιγάρα
    κι ως μ’ είδε ο περιπτεράς τον σήκωσε αντάρα…
    «Κάτι έχω για του λόγου σου, μα είναι ανθρακούχο»
    μου είπε μόλις άκουσε το μαύρο ντέρτι που ‘χω
    Τρέχει, μου φέρνει το χυμό… κείνον, φτερά που δίνει
    που κάνει πέτρα το λαπά, τον κώλο φινιστρίνι
    Τι να ‘κανα η βαριόμοιρη, τον ήπια… άσπρο πάτο
    μπας κι επιτέλους σηκωθώ κι έρθουν τα πάνω κάτω.
    Μα όσο εγώ είδα αλλαγή, την είδε κι ο Γιωργάκης
    που απόξω είν’ σοσιαλιστής και μέσα Μητσοτάκης
    Γι αυτό κι εσείς με βλέπετε στις στράτες και στις ρούγες
    να σέρνω τα παπάρια μου αντί να ‘χω φτερούγες…
    να ‘μαι από μέσα παπαδιά, γλυκιά, ρασοφορούσα
    κι απέξω μια σιχαμερή σαρανταπαπαρούσα
    🙂

  16. 19/06/2009 9:05 μμ

    Καναλιώτη γράφεις:

    «Αυτό το ζωντανό μπροστά του σε τέτοια πάλη..»

    Ε όχι και «ζωντανό» ο «Τρεμό» !!!!

  17. 19/06/2009 9:11 μμ

    ΧΡονοστιβάδα, ΕΣ-ΚΙ-ΣΕΣ λέμε!!!! σκέτη ΧΙονοστοιβάδα!!! :)))

  18. 19/06/2009 10:41 μμ

    @ Καναλιώτη: πολύ ωραίο το ποίημα για τον ποιητή, και με λογοτεχνικές αναφορές σε άλλους ποιητάς, αλλά είναι άλλο ποίημα… Οι περιπέτειες του ποιητού δεν δένουν με τις περιπέτειες της δύσμοιρης Σαραντα-παπα-ρούσας.
    Θα το βάλω σε παράρτημα, σαν «μπαλάντα για τους ποιητές που… άρρωστοι είναι»
    Γράψε κάτι (σε δεκαπεντασύλλαβο please) που να προχωράει παραπέρα τις περιπετειώδεις περιπέτειες της ηρωίδας μας.

    @ Χρονοστιβάδα: Μόνο μη μου αφαιρέσεις εμένα το «ρο», γιατί από Μαρξ θα γίνω σκύλος Μαξ.
    Ωραία η συνέχεια που έδωσες, την προσθέτω στο κυρίως έπος.

    @ Λεμέσια : κοπιάστε και δοκιμάστε το ταλέντο σας…
    🙂

    @ Αριστεροπόντιε: ζωντανό= μη πεθαμένο
    🙂
    @ Ροδιά: Χάσαμε τον Νοσφεράτο, στοπ…
    Πάντως αν είναι να το συνεχίσουμε, ελπίζω να μη μπερδευτούμε … Διαφορετικά θα πρέπει να βάλουμε μια σειρά…

  19. 19/06/2009 10:48 μμ

    Μαρξ, μη δινεις σημασια στο δικο μας ανεβασμα.. Οργανωνε με τη κριση σου τη σειρα, διαφορετικα θα πρεπει να οριστει σειρα μεταξυ μας, π.χ. ποιος γραφει 1ος, 2ος, 3ος, κλπ…

    ΝΟΦΕΡΑΤΕ, πού εισαι; μας εβαλες στη πριζα κι εξαφανιστηκες λεμε 😉

  20. 19/06/2009 11:27 μμ

    Πρόσθεσα μια μικρή συνέχεια για να επισημάνω ότι η σαρανταποδαρούσα μας έχει γίνει πια τριανταεννιαποδαρούσα. Θα συνεχίσουμε όμως τιμής ένεκεν να την αποκαλούμε 40παπαρούσα.

  21. 20/06/2009 12:31 πμ

    Για να είμαστε τυπικοί, σε παρακαλώ πάάάρα πολύ (όχι παπάρα πολυ!!!) αν μπορεις και όταν ευκαιρήσεις, αντεγραψε το χτενισμενο 1ο κομματι μου, που ανεβασα λιγο μετα εδω πέρα:
    http://rodiat7.blogspot.com/2009/06/blog-post_8768.html

    μιλ μερσι 🙂

  22. Καναλιώτης permalink
    20/06/2009 1:33 πμ

    Δεν το γλύτωσα το φούξια, αγαπημένο χρώμα της Άφρο. Κρίμα που είναι διακοπές, να το δει να με χαρεί.

    15σύλλαβο;
    αααα!!! σαν το
    «O μ…….. στην κερασιά και ο π… απο κάτω
    ο π… παρακάλαγε μ… κατέβα κάτω
    …»

    ξέρω ξέρω!!!

  23. Καναλιώτης permalink
    20/06/2009 2:13 πμ

    Το βάδισμα το λικνιστό της δίνει άλλη χάρη
    καθόλου δεν τις φαίνεται που λείπει το παπάρι
    τέτοιο γυναίκας κούνημα δεν είναι απ΄ την Ελλάδα.
    “Τόσα χρόνια βαρελάς τέτοιο πάτο δεν ματάδα”
    φώναξε ένας βαρελάς που έχει να δει βαρέλι
    απ’ τον καιρό του Πάγκαλου, -τώρα πουλάει μέλι

  24. 20/06/2009 2:51 πμ

    Εκεί όπου εσερνότανε το τέρας το καημένο
    συναπαντά ένα Βοσκό με μια προβιά ντυμένο.
    Της λέει «καλό μου έλα εδώ για να σε καμαρώσω,
    κι απ’ το κουτσό πορπάτημα εγώ να σε γλιτώσω »
    κι αυτή το χάβει μονομιάς -το ψέμμα έχει χάρη-
    κι ο Τσέλιγγας δίνει μια -ΧΡΑΠ!- και κόβει το ποδάρι
    που επερίσσευε μονό και την ενόχλει τόσο…
    «Να έχεις χάρη στον Ψαρά που δε θα σε σκοτώσω»
    της λέει και κάνει σουβλιστό το δόλιο ποδαράκι
    και της προσφερει μια μπουκιά, να το γευτεί λιγάκι.

    Εκείνη λέει «ευχαριστώ, μα είμαι φαγωμένη»
    κι αναχωρεί καλπάζοντας μισομελανιασμένη
    απ’ τη τρομάρα τη τρελλή που έλαβε η μαύρη
    πάει να χωθεί στη τρύπα της, κακό να μη ξανάβρει…
    Μα έλα που λογάριαζε να πλέξει με βελόνες
    σαράντα κάλτσες να φορεί ν’ αντέχει τους χειμώνες
    και τώρα τριανταοχτώ της έμεινε να πλέξει
    κι αναφωνεί μαρτυρικά τα λόγια του Αλέξη:
    «Μέσα στην ατυχία μου, την τύχη μου τη βρήκα!
    Δύο ποδάρια έχασα, μα γλίτωσα μια προίκα,
    μέσα σε χαλεπούς καιρούς μια κάλτσα είναι φύρα
    κι ευχαριστάω τον Ψαρά, τον Τσέλιγγα, τη Μοίρα.»

  25. 20/06/2009 2:55 πμ

    ..σωστό: –>> «δυο κάλτσες είναι φύρα»

  26. 20/06/2009 3:01 πμ

    αντε αντε.. της νυχτας τα καμωματα λεμε.. αντι «παπαρι» έγραψα «ποδαρι».. αντε αντε, χανω λάδια λεμε 🙂
    ..οπότε, ανασκευασμενο σωστα:

    Εκεί όπου εσερνότανε το τέρας το καημένο
    συναπαντά ένα Βοσκό με μια προβιά ντυμένο.
    Της λέει «καλό μου έλα εδώ για να σε καμαρώσω,
    κι απ’ το κουτσό πορπάτημα εγώ να σε γλιτώσω »
    κι αυτή το χάβει μονομιάς -το ψέμμα έχει χάρη-
    κι ο Τσέλιγγας δίνει μια -ΧΡΑΠ!- και κόβει το παπάρι
    που επερίσσευε μονό και την ενόχλει τόσο…
    «Να έχεις χάρη στον Ψαρά που δε θα σε σκοτώσω»
    της λέει και κάνει σουβλιστό το δόλιο παπαράκι
    και της προσφερει μια μπουκιά, να το γευτεί λιγάκι.

    Εκείνη λέει «ευχαριστώ, μα είμαι φαγωμένη»
    κι αναχωρεί καλπάζοντας μισομελανιασμένη
    απ’ τη τρομάρα τη τρελλή που έλαβε η μαύρη
    πάει να χωθεί στη τρύπα της, κακό να μη ξανάβρει…
    Μα έλα που λογάριαζε να πλέξει με βελόνες
    σαράντα θήκες να φορεί ν’ αντέχει τους χειμώνες
    και τώρα τριανταοχτώ της έμεινε να πλέξει
    κι αναφωνεί μαρτυρικά τα λόγια του Αλέξη:
    «Μέσα στην ατυχία μου, την τύχη μου τη βρήκα!
    Δύο παπάρια έχασα, μα γλίτωσα μια προίκα,
    μέσα σε χαλεπούς καιρούς δυο θήκες είναι φύρα
    κι ευχαριστάω τον Ψαρά, τον Τσέλιγγα, τη Μοίρα.»

  27. 20/06/2009 6:25 πμ

    Κατάλαβα,πάτε να ξεπεράσετε και τους 33333 στίχους της Οδύσσειας του Καζαντζάκη:)

    Καλο κουράγιο!

  28. 20/06/2009 11:03 πμ

    @Καναλιώτη: το παράδειγμά σου για τον δεκαπεντασύλλαβο, θα πρέπει να το διδάσκουν στα σχολεία…
    🙂
    Ο …βαρελάς σου προσετέθη στο έπος.

    @ Ροδιά: Οι αντικαταστάσεις και οι προσθήκες έγιναν σύμφωνα με τις επιθυμίες σας μαντάμ.
    Τον πρωτοδιδάξαντα όμως χάσαμε και ανησυχώ.

    @Vad: χαχαχαχα…
    Είπαμε να γράψουμε έπος. Όχι να φάμε τα νιάτα μας εδώ μέσα. Χρόνια και χρόνια την έγραφε και την ξαναέγραφε την Οδύσσεια του Ο Καζαντζάκης.
    🙂

  29. 20/06/2009 11:14 πμ

    Λες να μπήκε κατά λάθος στη ΣΠΗΛΙΑ του η σαρανταπαπαρούσα αντι να μπει στη δικη της;
    ..και να της έκοψε κι άλλο παπάρι; Δε θα το αντέξω λέμε!!! :))

  30. 20/06/2009 11:21 πμ

    Απίστευτη τροπή παίρνει το Επος!!!!!
    ΝΟΣΦΕΡΑΤΕ, ΝΟΣΦΕΡΑΤΕ, είσαι δώ;

  31. 20/06/2009 11:27 πμ

    @ Ροδιά: Έπος με πολλές στροφές και διαστροφές …
    Θα πρέπει να διατρέξει όλη την πολιτική μας σκηνή η τέως σαρανταπαπαρούσα…
    Κι αν στο ΣΥΡΙΖΑ χάσει ένα παπάρι για κάθε συνιστώσα θα της μείνουν λίγα…
    🙂
    Nοσφεράτε, νοσφεράτε που κρύφτηκες;

  32. 20/06/2009 11:33 πμ

    «.. γέρνει ζερβά στο βήμα.»
    μήπως γέρνει δεξιά; LoL

  33. 20/06/2009 11:36 πμ

    Τώρα που το ξανασκέφτομαι, και με δεδομένη την στροφή προς τα δεξιά που έγινε σ’ όλη την Ευρώπη, και αν λάβουμε υπ΄όψη ότι μας κόψανε τ’ αριστερά μας, το σωστό θα ήταν να γέρνει προς τα δεξιά.
    Το αλλάζω.
    🙂

  34. 20/06/2009 12:06 μμ

    Καλή σας μέρα άρχοντες κι αρχόντισσες !!! 🙂
    Όσο διάβαζα τη συνέχεια γελούσα με δάκρια… σε καλό σας !!! 🙂
    Έχω κάτι στο ακατοίκητό μου, αλλά θέλει δουλίτσα (…τώρα μάλιστα που έχωσε και την Κουμουνδούρου στην υπόθεση ο αφεντικός)…

    Όσοι θαρρούν το ζωντανό πως έχει πια γλιτώσει
    βαριά σκοτάδια έχουνε κι αργεί να ξημερώσει
    Πολλά δεινά της έρημης της φύλαγεν η μοίρα
    να… επάνω στα παπάρια της εκάθησε μια ψείρα
    Κόλλησε πίσω, δεξιά, εκεί που την πονούσε
    όταν με χάρη ζηλευτή τ’ αρχίδια της κουνούσε
    Ήτανε μαύρη, γκάγκανη, λες κι ήρθε απ’ άλλα μέρη
    -πολλοί είπαν πως έμοιαζε και του Καρατζαφέρη-
    κι είχε το μάτι του φιδιού, της νυχτερίδας μύτη
    και μια ελιά στα πισινά, παχιά σαν του Σημίτη.
    Όσο η ψείρα χόρταινε και ζήταε κι άλλο αίμα
    η παπαδιά ξυνότανε και ζούσε μέσ’ στο ψέμα.
    Φαίνεται της καλάρεσε, γλυκά τη γαργαλούσε
    όμως τι θα γινότανε η ψείρ’ αυτή αν γεννούσε ?

    Ευτούνο γράφτηκε ως συνέχεια απ’ το τελευταίο της Ροδιάς. Αν θέλει το αφεντικό, το χώνει ανάμεσα και κάτι θα βρούμε να σκαρώσουμε μεταξύ ψειρών και Κουμουνδούρου, για να δέσει πιο «κομψά» 🙂

  35. 20/06/2009 12:16 μμ

    Καλημερα ΧΡονοστιβάδα μας :))
    Μπα.. κολλάει μια χαρά και μετα τη Κουμουνδούρου! Ανετα λέμε :))

  36. 20/06/2009 12:17 μμ

    φοβερό πάντως να έχετε και οι δυο συνειρμο με «Σημίτη» μετα το δικο μου!!! LoL

  37. 20/06/2009 12:44 μμ

    Ήταν μοιραίο… 🙂
    Πάντως εγώ το συνέχισα λιγουλάκι για να μπει ανάμεσα… ψυχανεμίζομαι ότι έχει πολύ ψωμί ακόμα από τον Αλέξη και δώθενες 🙂

    Μαύρος ιδρώς την έλουσε, αυτό δεν το ‘χε υπ’ όψη
    ώσπου μια φιλενάδα της, της είπε να τα κόψει
    Ήξερε αυτή κι ανέκραξε «κόψ’ τα για θα σε φάνε
    οι ψείρες δεν παλεύονται σαν πιάσουν και πεινάνε»
    Αμέσως βρέθηκε ο γιατρός, βρεθήκαν νοσοκόμοι
    ακτινογράφοι, ασφαλιστές και χίλιοι άλλοι ακόμη.
    Είχε στην άκρη δυο δραχμές για τα γεράματά της
    τι να ‘κανε, τις έδωσε να κόψουν τ’ απαυτά της.
    Σαν βγήκε από την κλινική, φώναξε τα κανάλια
    δηλώσεις έκανε γι αυτούς, που απ’ τα μαύρα χάλια
    με κόπο τη γλιτώσανε και με αυτοθυσία
    – τα φακελάκια που ‘δωσε δεν είχαν σημασία-

  38. 20/06/2009 12:44 μμ

    Πρόσθεσα 4 επιπλέον στίχους στο δικό μου εκεί στην κουμουνδούρου για να ταιριάξει πιο ομαλά το καινούργιο της Χρονοστιβάδας.
    Νομίζω έδεσε καλά.

  39. 20/06/2009 12:54 μμ

    Απ’ ότι βλέπω, το αφεντικό με κόλλησε στο τέλος 🙂
    Αν μετανιώσει και με κάνει αμφίψωμο, παρακαλώ ας διορθώσει το «Μαύρος ιδρώς» σε «Κρύος ιδρώς» … μεεεεεεεεερσίιιιιιι !!! 🙂

  40. 20/06/2009 12:59 μμ

    @Χρονοστιβάδα: στην κοπτοραπτική είμαι καλός…
    Θα το κάνω εγώ να δένει μια χαρά.

  41. 20/06/2009 1:02 μμ

    Α, να ρωτήσω και κάτι… επειδή όλο και κάποιος απ’ τα μέρη μου μπορεί να θέλει να γράψει κανένα στιχάκι, επιτρέπεται να πάρω τη φωτογραφία και να βάλω σύνδεσμο από κάτω για την ανάρτηση ?

  42. 20/06/2009 1:05 μμ

    @Χρονοστιβάδα: Εννοείται…
    Ελεύθερα…
    Άλλωστε έχεις πνευματικά δικαιώματα στο έπος
    🙂

  43. 20/06/2009 1:06 μμ

    «με κόπο τη γλιτώσανε και με αυτοθυσία
    – τα φακελάκια που ‘δωσε δεν είχαν σημασία.»
    –>> συνεχιζεται–>>

    Τ’ άλλο πρωί που ξύπνησε σαν παραζαλισμένη
    -η νάρκωση τη ζάλισε κι ήταν ζαβλακωμένη-
    κουνάει λίγο το κορμί, απλώνει τα ποδάρια
    και νοιώθει από κάτου της… σαρανταδυό παπάρια!!!

    «Η εγχείριδη δεν πέτυχε, η ασθενής θα ζήσει,
    αρκεί να παίρνει διαρκώς ένα καλό γαμήσι»
    η δόκτωρ της χειρουργικής με στόμφο απεφάνθη
    και η καημένη η παπαδιά της έστειλε και άνθη,
    χρυσάνθεμα, γλαδιόλες μπλε, τουλίπες μαύρες δέκα,
    να ευχαριστήσει τη γιατρό, μη την αφήσει σέκα!
    Δεν τό’χε λίγο η γιατρός -μεγάλη ντοκτορέσσα-
    να δώσει μια στην ασθενή κι ύστερα χέσε μέσα…

    Μαζεύει τα παπάρια και βουρ στον αστυνόμο
    να εφαρμόσει του ζητεί ένα καινούργιο νόμο,
    που λεει ότι ο γιατρός όταν αποτυχαίνει
    αποζημιώνει το κακό που ο ασθενής παθαίνει,
    αλλά ο αστυνομικός που ήταν τροχονόμος,
    της ψιθυρίζει σιγανά «σσστττ κοιμάται τώρα ο νόμος..»

  44. 20/06/2009 1:08 μμ

    Μαζεύει τα παπάρια ΤΗΣ και βουρ στον αστυνόμο
    ..συγγνωμη, ξεχασα το «της»..

  45. 20/06/2009 1:10 μμ

    βλεπεις, τα γραφω επιτοπου και βιαζομαι να πατησω «Υποβολή».. σορρυ ξανα

    –>>ένα καινούργιο νόμο, = έναν αρχαίο νόμο

  46. 20/06/2009 1:15 μμ

    Ε ναι, μη χάσω 🙂
    Πάντως επιμένω… τώρα που το ξαναδιάβασα όλο μαζί, νομίζω πως είναι καλύτερα η προσθήκη μου να μπει μεταξύ εσού και της Ροδιάς… ε, τι λές, θα ξανακάνεις έναν κόπο ? 🙂

  47. 20/06/2009 1:20 μμ

    🙂 πχααααααααχαχαχαχα… τώρα το είδα… Ροδιά μου, έσπειρες και θέρισες ομού !!! Α-ΠΙ-ΘΑ-ΝΟ !!! 🙂
    Αφεντικόοοοοοοο, πολύ δουλειά σε περιμένει Σαββατιάτικα «Ράααβε εσύ… και που ξέρεις. Σε γάμο δεν ήθελες να πας ? Αμ, θα πας σε γάμο, κυρία Ελενίτσα μου… και θα ‘ναι κι ο δικός σου» 🙂

  48. 20/06/2009 1:23 μμ

    @Ροδιά: μήπως δεν ήταν τροχονόμος, αλλά καπνονόμος; Απ΄αυτούς που θα κυνηγάνε τους καπνίζοντες;

    🙂

    @ Xρονοστιβάδα: Ας τ’ αφήσουμε έτσι. Καλά έδεσε. Έγραψε και την συνέχεια η Ροδιά.
    Έσύ βιάστηκες να τα ξεπατώσει όλα, και η Ροδιά επανέφερε πίσω τα 42…
    Στείλτε την στη συνέχεια και στα άλλα κόμματα να χάσει και τα υπόλοιπα σιγά σιγά…
    Μη μας κατηγορήσει ο Αλέξης ότι τα βάλαμε με το ΣΥΡΙΖΑ…
    🙂

  49. 20/06/2009 1:30 μμ

    Παντως, ωραία μπαλώνει τα κενά Μαρξ! 🙂
    (βαλε εκεινο το «της» στα παπαρια πληζζζ να στρωσει το μετρο)

  50. 20/06/2009 1:31 μμ

    λεω σιγα σιγα να τα φτασουμε στα… 300!!!

  51. 20/06/2009 1:33 μμ

    Ωραία δε λες τίποτα !!! Τον βλέπω πρωταγωνιστή στη «Θαυμαστή μπαλωματού» !!! 🙂

  52. 20/06/2009 1:36 μμ

    Ροδιά και με 151 την αυτοδυναμία την έχουμε στο τσεπάκι… «να είμαστε και λογικοί, μην είμαστε πλεουνέκτες» 🙂

  53. 20/06/2009 1:41 μμ

    Α.Φ.Μ. μου, εντάξει… ήρθε κι έδεσε. Τώρα μόνο εκείνο το εμβόλιμο πράσινο τετράστιχο μένει να μετακινήσεις 🙂

  54. 20/06/2009 1:44 μμ

    Μη ζαλίζουμε το Θείο Μαρξ και κλεισει το ποστ, ε 😉
    Μια χαρα το βρισκω εκει που ειναι.
    Προτεινω να γινει Γενικο Χτενισμα στο τελος, γιατι αλλοιως προβλέπω μπερδεματα.
    Καλη Ορεξη!!! πεινάσαμαν

  55. 20/06/2009 1:45 μμ

    @Χρονοστιβάδα: εκείνο το εμβόλιμο είναι που έδεσε το γλυκό.
    Άσε την κοπτοραπτική σε μένα σου λέω!
    🙂
    @Ροδιά: Να αφαιρούμε λέμε παπάρια… Όχι να τα πολλαπλασιάζουμε…
    Δεν σας προλαβαίνω πια
    Έχουμε και τον Καναλιώτη που είναι ποιητής της νύχτας… Για να δούμε τι θα προσθέσει κι αυτός…
    Και του πάει το φούξιαααααα! Τρέλα…
    Σας χαιρετώ για την ώρα… Οποιαδήποτε συνέχεια θα προστεθεί αργότερα.
    🙂

  56. 20/06/2009 2:06 μμ

    Όνδως, μια πείνα μας έκοψε… να δούμε τι θα φάμε (…όχι, μην πείτε, ξέρω 🙂 )
    Καλή όρεξη … και κρατήστε λίγη για τη συνέχεια (… κάντε όρεξη, που λέμε) 🙂

  57. 20/06/2009 2:30 μμ

    ΣΗΜ. για μελλοντικη αναβάθμιση:
    «έψαχνα άνθρωπο κι εγώ να σβύσει μου τα ρίγη.» = «τα πάθη μου να πνίγει» ή «τις καύλες μου να πνίγει».
    ..οσο το διαβαζω, τοσο ΑΠΙΣΤΕΥΤΟ μοιαζει!

  58. 20/06/2009 2:33 μμ

    ΣΗΜ. για μελλοντικη αναβαθμιση:
    (του ρυθμου)
    «αφού έτσι ή αλλιώς ο διάολος μας πήρε τον πατέρα…» = «έτσι κι αλλιώς ο διάολος μας πήρε τον πατέρα…»

  59. 20/06/2009 2:34 μμ

    Λεω να το απαγγειλω σε επομενη εκπομπη και ζητω προτασεις για μουσικη επενδυση. Επανερχομαι αυριο. Καλο βραδυ. Οβερ.

  60. Καναλιώτης permalink
    20/06/2009 3:18 μμ

    Ρε λες ο Νοσφεράτος να θύμωσε που του έβγαλα στην φόρα τα παιδικάτα του;

    Δηλαδή τι θα γίνει αν γράψω και για την συνάντησή του με τον Ρούντι ή ακόμη περισσότερο και για τον μεγάλο πόλεμο με τον Πάνο τον καλύβα;

  61. Καναλιώτης permalink
    20/06/2009 6:50 μμ

    Πάμε καταπληκτικά
    Εύγε σε όλους

    Η Σαρανταπαπαρούσα στον Περισσό
    Η ιστορία είναι φανταστική και τα ονόματα τυχαία. Καμία σχέση δεν έχουν με πραγματικές καταστάσεις και αυτό είναι προφανες

    Το ζωντανό ξεγλίστρησε με όλα τα παπάρια
    Και τράβηξε για Περισσό – του πήρε δύο φεγγάρια.
    Τον αρχηγό εζήτησε να πει δυο-τρία λόγια
    Την Παπαρήγα του ‘φεραν, για τα κουβεντολόγια
    Μόλις την είδε ένοιωσε μια κρύα ανατριχίλα
    Τα σκέλια της υγράνθηκαν, μουσκέψανε τα χείλια
    Η λίμπιντο ξεχείλισε στα δυο ζεστά κορμιά τους
    Το τι θα γίνει φαίνονταν μέσα από την ματιά τους
    Η αύρα που παράχθηκε από αυτή εδώ την σχέση
    Παράνομη κηρύχθηκε σ’ Ανατολη την Μέση

    Η Παπαρήγα στάθηκε, θυμήθηκε το κόμμα
    -Είναι σωστό ομόφυλα ή με το ίδιο σώμα;
    -Ποια είναι τα ομόφυλα ερώτησε το κτήνος
    -Γυναίκα εσύ, γυναίκα εγώ, συνδυασμός και φίνος
    -Αυτ’ απαιτεί πολύ δουλειά απάντησε το τέρας
    Η αρχηγός την έπιασε την προσβολή ημέρας
    Συγνώμη ζήτησε ευθύς να πάει προς πιπί της
    Και προς τα Πρίνος τράβηξε να δει την προκοπή της

    Εκεί μασχάλες ξύρισε έκανε και μπικίνι
    Βλέφαρα επιμήκυνε έφτιαξε και το φρύδι
    Με λέιζερ αφαίρεσε τις τρίχες χωρίς πόνο
    Και σύσφιξη κατάφερε ‘να μέτρο και ‘να πόντο
    Ανταύγειες έκανε ξανθές και χτένισμα ωραίο
    Οι πανάδες έφυγαν πια, -το πρόσωπο μοιραίο
    Στα γρήγορα, στα πεταχτά περνά από Ασλάνη
    Γούνα αγοράζει ολόσωμη από άγριο καπλάνη
    Απ’ Αεράκη αγόρασε όλα τα αξεσουάρ
    Και το μπικίνι της έστρωσε με ένα σεσουάρ

    Έτσι του εμφανίστηκε και το ‘καμε να τρέμει
    Τώρα είν’ δυο τα θηλυκά, -το τρίτο είν’ η Τρέμη
    Άνοιξε λίγο τη γούνα και πρότεινε το πόδι
    Έδειξε το εσώρουχο που είχε ένα ρόδι
    Άνοιξε λίγο πιο πολύ σαν ένα αεράκι
    Και του ‘δειξε ‘τσι ξαφνικά όλον τον Αεράκη
    Σουτιέν δαντέλα και μισό, -απέξω ΄ταν η ρόγα
    Ζαρτιέρες μαύρες πρόστυχες, -δεν πέρναγε η ώρα
    για να τα βγάλει ολ’ αυτά με τα πολλά της δόντια
    σιγά σιγά νωχελικά με τέχνη σολομώντεια
    -Τώρα εμπρός να ζήσουμε τον άγριο τον πόθο
    -Πάρε όμως το χάπι σου, προφύλαξη για νόθο
    Αγκαλιάστηκαν και μπλέχτηκαν τα δυο κορμιά μαζί
    Τα πόδια κουλουριάστηκαν μέ’ σε γλυκό φιλί
    Τα μπλόκια σεξολίμνασης ξεμπλόκαραν αμέσως
    Πολλών ετών ενέργεια ξεχύθηκε εμμέσως
    Καλά ο Ράιχ τάλεγε, βόγγηξε η Αλέκα
    Και ο Γιούνγκ πολύ σωστός είπε η άλλη γυναίκα

    Και ‘νώ ο Λένιν φύλαγε απ’ έξω από το κτίριο
    Εντός κορμιά ιδρώνανε -σωστό θεραπευτήριο
    Ο πόθος τους εξάντλησε αφού όλα τα’ καναν
    και τα κορμιά χαρήκανε, ένοιωσαν, αποκάναν
    -Πόσο του μήνα έχουμε; ρώτησε η Αλέκα
    -Είκοσι Ιούνη απάντησε; αμέσως η γυναίκα
    -Μπορώ λοιπόν έν’ ακόμη τσιγάρο να καπνίσω
    Και ένα το βράδυ που με τον πρέσβη θα δειπνήσω
    Γιατί ο Αβραμόπουλος με πήρε στο τηλέφωνο
    Και μου μίλησε αυστηρά μη τύχη και με δει
    Εμένα ή τη Λιάνα να καπνίζω στην TV
    Μα τι σου λέω τώρα, προβλήματα ‘χει η δουλειά
    Πρέπει να φύγεις όμως, να μην ξαναπεράσεις πια
    Θα σε ξεχάσω μόνο όταν θα ‘μαι ένα πτώμα
    Άφησε αν θέλεις κάποια ενίσχυση στο κόμμα

    Το Κόμμα εξέδιωξε την Σαρανταπαπαρούσα
    Μήπως και ήταν τροσκιστής; Συντρόφισσα του Ρούση;

    Με κλάμα εποδέθηκε και έβαλε τα ρούχα
    (Στο κλάμα ήτανε καλή και μάλλον ταλαντούχα)
    -Αυτό που νιώσαμε οι δυο δεν έχει νοιώσει άλλος
    Ουτ΄ Έλληνας ουτ΄ Ιταλός μα ούτε κάνας Γάλλος
    Και ‘σύ με διώχνεις άσπλαχνα συντρόφισσα Αλέκα
    Πριν λίγο αναστέναζες με φώναζες μπεμπέκα
    Για να σου δείξω πόσο εγώ έχω την σχέση νοιώσει
    (Ενώ εγώ περίμενα, να μ’ έχεις στελεχώσει
    έτσι όπως σε άκουγα επάνω μου να πίνεις
    απ’ το ποτό του έρωτα, -Πιές δεν θα παχύνεις)
    Αλλ’ άστ’ αυτά ‘ναι παρελθόν τώρα πάμε για νέα
    Εγώ το βίωσα πολύ. Μέσα απ ‘το κορμί μου.
    Απ’ το κορμί μου πάρε αυτά, ενίσχυση καλή μου.

    Και δυο παπάρια, τα πιο χοντρά, χούφτωσε με τη μία
    Σαν Σαμουράϊ τα ‘κοψε με μια περίσσια βία
    Στο κόμμα τα κατέθεσε σ’ ένα βωμό στο αίθριο
    Για να μαθαίνει η νια γενιά τι ‘ναι το ολέθριο


    ΣΣ1 Αυτό με την Τρέμη πρέπει να το προσέξω
    ΣΣ2 Για να μην έχουμε τα ίδια με το βία, να συνυπολογιστεί ότι είμαι επτανήσιος και συνεπώς βία = άγρια βιασύνη.

  62. Καναλιώτης permalink
    20/06/2009 7:07 μμ


    Αλλ’ άστ’ αυτά ‘ναι παρελθόν τώρα πάμε για νέα
    Εγώ εκπέμπω στα μακρά και συ είσαι βραχέα
    Εγώ το βίωσα πολύ. Μέσα απ ‘το κορμί μου.
    Απ’ το κορμί μου πάρε αυτά, ενίσχυση καλή μου.

    Θα στο στείλω και με email το βράδυ μόλις γυρίσω απο την έξοδο

  63. 20/06/2009 10:01 μμ

    Καναλιώτη, προσκυνώ γονυπετής !!! Τι οίστρος είν’ αυτός καμάρι μου !!! 🙂 … λάβετε μίαν ισχνήν συνέχεια :

    Στον Περισσό τους έφεξε, τ’ αρχίδια φέραν γούρι
    κι έτσι στις νέες εκλογές δεν πήραν το αγγούρι
    που παίρνανε κοντολογίς σαράντα τόσα χρόνια
    κι αναθαρρήσανε κι αυτοί, γινήκαν ευρω-ψώνια
    Το μάθαν τ’ άλλα κόμματα που κλαίνε για εξουσία
    και βάλθηκαν με το φρικιό να ‘ρθουν σε συνουσία
    Τι συνεντεύξεις, τι κους-κους, τι γεύματα στο Χίλτον
    – τους επερίσσευε ο παράς, «για βρούβες» είπαν «στείλ’ τον» –
    τι δεξιώσεις προς τιμήν του θαυμαστού πλασμάτου
    του λυγερού και φουντωτού σαρανταπαπαράτου !!!
    Ωραία ήταν όλ’ αυτά, μα ήταν οι μεζέδες
    ήταν τα προκαταρκτικά ν’ ανάψουν οι μπουφέδες
    Κοινό ήταν πλέον μυστικό, όλοι μπροστά στην ήττα
    για σωτηρία ορέγονταν σαράντα ‘ρχίδια πίτα
    🙂

  64. 20/06/2009 10:23 μμ

    Αφεντικό, παρακαλώ σε για μια σημαντική διόρθωση. Δεδομένου ότι το ΚΚΕ συμμετείχε για πρώτη φορά στις βουλευτικές εκλογές του 1977, ο στίχος «που παίρνανε κοντολογίς σαράντα τόσα χρόνια», πρέπει να γίνει «που παίρνανε κοντολογίς τριάντα τόσα χρόνια»… για να ‘μαστε και ιστορικά ορθοί 🙂

  65. 21/06/2009 8:49 μμ

    καλά ρε σεις , δεν γινεται , δεν ειναι Δυνατόν !!!
    Τί βλεπουν τα ματάκια μου; Ποιητικόν Γκρεμόν
    -Μου πηρανε τους στιχους μου και μου τους καναν Λιώμα
    Και γώ μόλις που γυριασα -απο τα Μπανια -Πτωμα

  66. 21/06/2009 9:05 μμ

    Τι βλέπουν τα ματάκια μου; το έργο πάει φούντο
    εκεί όπου το μπλέξασι φυσάει κοντραπούντο!

  67. 21/06/2009 9:26 μμ

    Τι μπλέκετε τα εντομα με τις πολιτικούρες;
    μήτως δεν βαρεθήκατε τοσες αλογομούρες ;
    Τι φταιει αυτή το Ζωντανό, με τα πολλα ποδάρια
    Γιατί μου την εμπλέκετε με τάλλα τα παπάρια;
    ———————————————–

    Θαρθει καιρός που η μικρή Σαραντοπαπαρούσα
    Σαν την φιλήσει Πριγκηπας θα Γίνει μια Θεούσα
    Θ’αφήσει τα εγκόσμια , θα παει Μοναστηρι
    κι εκει με τις καλογριες θ’ αρχίσει μπίρι -μπίρι

    (ολιγον ασχετον αλλά δεν ηξευρα πως να κλεισω την ομοιοκαταληξιαν)

  68. 21/06/2009 9:57 μμ

    το έντομο ξεθάρεψε και βγήκε για σεργιάνι
    κανένα δεν συνάντησε και έγινε χαρμάνι
    μέσα στον οχετό της σαραντοπαπαρούσας
    έζεχνε ζωμός από παπάρι ρούσας
    κανείς δεν επλησίαζε μήπως και βρωμίσει
    απ’ το ζουμί του παπαριού που είχε πια αχνίσει
    στο μοναστήρι έτρεξε και βρήκε πια την λύση
    με την αγιοποίηση απέκτησε και ρήση
    (πολύ άσχετο, αλλά δεν…κρατιόμουν!
    νάστε καλά, γέλασααα!)
    καλησπέρα, ντροπή είναι και η πρώτη μου επίσκεψη, ο νοσφεράτος φταίει..)
    🙂
    μαζί με τις καλόγριες που είχαν απηυδίσει

  69. 21/06/2009 10:01 μμ

    Στον Καναλιωτη να μη Νομιζει οτι θυμωσα ..
    (ρε σύ Μπανια εκανα ..Να μη κανω μπάνια;)
    ———————————————————–
    Πιο Πανω απο το Κου Κου Ε πιο πέρα απ’ την Αλέκα
    Και τη Νου Δους τον βολευτή τον Τρομερό Γκιουλέκα
    πιο περα από το Σύριζα κια απο τον Αλαβάνο
    – αναρωτιέμαι : Αραγες ,εδώ, τι Ρίμα Βάνω; –
    Και πιο Ψηλά απ’ το Πασόκ και τον Καρατζαφέρη
    -που τα μαλλάκια του τσιμπά ,λευκό, ‘να περιστέρι

    Πιο πάνω απ’ τον Τρεμόπουλο πιο περα απ’ τον Ρινάλντι

    Η Ποιηση φεγγοβολά αστραφτερο διαμά(λ)ντι…
    ————————————————————
    ( Το διαμα(λ)ντι ειναι διαμαντι μέν αλλά προσαρμοσμένο στο Ριναλντι (εχει το λ μέσα .. καταλαβαινεις τι εννοώ ε; το λ )

  70. 21/06/2009 10:09 μμ

    Υπηρχε κι αλλο Ζωντανό που το φωνάζαν Νίτσα
    μα ειχε επίθετο μακρύ: Σαραντο παπαρίτσα …

  71. 21/06/2009 10:10 μμ

    Ένας ένας όλοι θα πάρετε…
    🙂
    @ Ροδιά: να προσθέσω τις καινούργιες συμμετοχές και θα κάνω τις διορθώσεις αργότερα.
    @ Καναλιώτη: η αλήθεια είναι ότι περίμενα κάτι πιο πολιτικό από σένα . Το βρήκα πολύ σεξιστικό. Και για να μη μου πει κάποιος ότι τα όρια της σάτιρας για μένα είναι η Αλέκα, το προσθέτω. Η μισή ντροπή δική μου και η άλλη μισή στην Κίνα βρίσκεται.
    Θα μείνω … αριστοφανικός μέχρι τέλους.

    @ Χρονοστιβάδα: Μ’ αρέσει η επιμονή στην …ιστορική λεπτομέρεια.
    🙂

    @ Noσφεράτε: προτίμησες την αποχή και τα μπάνια από το να συμμετέχεις στην δημιουργία του έπους. Ντροπή σου.

    @ Ανεπίδοτη: Καλώς την. Να και η αγιοποίηση!
    🙂

  72. ---εκ του προχείρου permalink
    21/06/2009 11:08 μμ

    @ Νοσφεράτος
    μπίρι -μπίρι ->το ψηστήρι

  73. 21/06/2009 11:13 μμ

    Ε κ του Προχειρου ποιτά που λές πως μπιρι Μπιρι
    Σημαινει στα Ρωμεικα τη λεξιν »Το Ψηστήρι»
    σ’αυχαριστώ..Πολυτιμη ειν’ η πληροφορία
    στο αλλο ποιημα που θα πω :
    ΣαρανταποΜαρία

  74. 21/06/2009 11:20 μμ

    Έβαλα ένα τέλος στο έπος… Πιστεύω ότι με την αγιοποίηση της Σαρανταπαπαρούσας από την Ανεπίδοτη φτάσαμε στην κορύφωση.
    Αν πάντως προταθεί κάτι που μπορεί να προστεθεί στο έπος, το προσθέτουμε μετά…
    Δύσκολη υπόθεση η συνεταιρική ποίηση…
    🙂

  75. 21/06/2009 11:23 μμ

    ευχαριστώ για τα εύσημα 😉
    διπλή υπόκλιση και καμαρώνω για την αγιοποίηση της ποίησής? μου…από το μπλογκ σας…
    🙂

  76. 21/06/2009 11:30 μμ

    @ ανεπίδοτη, 😆

    Εσύ παιδί μου έβαλες τη λιλά πινελιά, λέμε!
    😉

    (είσαστε όλοι…. ποιητές! Τι να πω, άφωνη έχω μείνει! )

  77. 21/06/2009 11:33 μμ

    Κι αφού τη ξαποστείλασι στο πέρα Μοναστήρι
    -οι καλογέροι ποιητές κι ο γιος καραβοκύρη*-
    μετά σαράντα προσευχές κι εξηνταδυό τροπάρια
    εξοστρακίστηκαν ευθύς όλα της τα παπάρια.

    Επίλογος (δύστυχος!)
    Μετά τα Νόμπελ ποίησης και τα χειροκροτήματα
    βγάζουμε και το ρεζουμέ: παθήματα μαθήματα!

    * ο ποιητής Καναλιώτης -εννοείται!!!

    ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ ΠΑΙΔΙΑ :)))))
    (Μαρξ, καλή δύναμη στη συρραφή)

  78. 21/06/2009 11:37 μμ

    την ξαποστείλασι;;;;;;
    Ομηρικός τύπος?

  79. 21/06/2009 11:45 μμ

    εχμ.. αφού πρόκειται για Επος.. κάνω λάθος;
    :))

  80. Καναλιώτης permalink
    21/06/2009 11:53 μμ

    ΑΦΜ Είσαι άρχοντας!!!

  81. Cirut permalink
    21/06/2009 11:58 μμ

    O Νοσφεράτος έμπλεξε με την κυκλοφορία,
    μπάνια στ’ αμάξι έκανε κι όχι εις παραλίαν,
    στο δρόμο όλον έβριζε κ ΛΑΟΣ κ Αλέκα,
    λέγεται ότι στους Ο-Π σημάδεψε καρέκλα

    Μας άφησε τριήμερο ανηρτημένον Μπούχτσιν,
    πρότεινε για Χαλκιδική να βάλουνε Ιλιούσιν,
    μα σαν ο Νοσφ εξέχασε Τσίπρα κ Αραφάτ,
    τα βλόγια ρίμες γέμισαν του Μαρξ του.. Αλουφάτ

    Εύκολα βλέπω τρέπεται όλη η Μπλογκοκρατία,
    σε χρόνο μπαμ και φύγαμε σε παπαροκρατία,
    μ’ αφού ο δικομματισμός γενάει παλικάρια,
    40 μήλα κόκκινα κι άλλα εκατό ..παπάρια

  82. 22/06/2009 12:19 πμ

    Μιας κι ειναι η Ωρα δώδεκα
    και το Σκοτάδι Πήχτρα
    Λεω να πώ σε ολους σας Φιλοι μου
    Καλη Νύχτ(ρ)α
    Κι αυτό το επος το Μακρύ
    Σαραντοπαπαρούσας
    Ας αφεθει σε μελλοντας και Ποιητάς
    και Μούσας

  83. 22/06/2009 12:21 πμ

    Οι ποιητές της θλιβερής μορφής (παράρτημα του έπους τούτου)

    Ο Νοσφεράτος και ο Μαρξ, Ροδιά, Χρονοστιβάδα,
    Σιρούτ και Ανεπίδοτη κι ο μέγας Καναλιώτης,
    εσιάξανε ένα ποίημα, μια ιστορία πρώτης,
    προσθέτοντας καθένας τους και από μια αράδα!
    Για μια κοπέλα παπαδιά π’ απόχτησε παπάρια
    σαράντα γιδοπρόβατα κι εξηνταδυό μοσχάρια
    μεγάλα βάσανα, σωρό, γιατροί, νοσοκομείο…
    Τι να τα λέμε, βρε παιδιά, αξίζουμε βραβείο! :))

  84. 22/06/2009 1:38 πμ

    Περιμέντετε βρε, που νομίζετε εύκολο πράμα είναι…περιμέντετε και τη βασίλω 🙂

    Μισό και μη μου βιάζεσαι, ντεμέκο βρε της ρίμας
    Σα δε μου μοιάζεις μανεκέν μα με γραφιά τση πείνας
    Που μοιράζει βραβεία γιαλαντζί σε δόλιους ποιητάδες
    Που ψάρι το κρέας βαφτίζουνε σαν τους τραγοπαππάδες

    Για άμα παίρνεις πια ολημερίς καντάρια τα παπάρια
    Τι άλλο ο νους να σκαρφιστεί να βάνει μες το πήμα
    Ότι καταπίνει ο καθείς, αυτό θα κάνει ρίμα

    Κι εγώ που εμεγάλωσα παπάρι με παπάρι
    Αφού τα εστολίστηκα σαράντα και τα σούρνω
    Τα και λοιπά θα τα φυλώ και πότε πότε στο λεπτό
    Γαρνί θα στα σερβίρω, σαν πατατούλες απ το φούρνο

    Και θα σου λέω για τα ζωντανά τα διοπτροφορούντα
    Που παπάρια τους ξεφύτρωσαν εκεί που είχαν πόδια
    Σαν ξέμαθαν να πορπατούν πόσο μάλλονε να τρέχουν
    Κοπιάροντας τους άρχοντες και μάθαν να αντέχουν

    Θα σε τα λέω ούτως ειπείν, λιγα θα λέω πολλά θα κρύβω
    και για όλα θα φταίει μια γυνή ή του παππα η ρούσα
    ή η ρουφιάνα η ζωή ή η κοινωνία η απούσα
    που από έλληνας θεριό κατάντησα σαρανταπαπαρίδης
    σαρανταπαπαρόπουλος, σαρανταπαπαράκης, σαρανταπαπαρέογλου
    και στον καθρέφτη σαν με δω καμώνομαι το ογλάνι πως δεν είμαι ‘γω
    το ζωντανό που χει καταπιεί ταρκίδια μα η άμυαλή μου σύζυγος
    η μόνιμα λαθούσα κι ουδέποτε μαθούσα… η μανδάμ σαρανταπαπαρούσα

  85. Καναλιώτης permalink
    22/06/2009 2:09 πμ

    @ΑΦΜ
    «Και ξαφνικά ο Νοσφεράτος….»
    κατά το
    «Και ξαφνικά ο Δικαιόπολης…»

    @Νοσφεράτος
    1. Το ξέρω οτι δεν θύμωσες
    2. Να κάνεις μπάνια, ε να μην κάνεις 🙂

  86. 22/06/2009 2:28 πμ

    Καληνύχτ(ρ)α Νοσφεράτ(λ)ε 🙂

  87. 22/06/2009 10:48 πμ

    Το αίμα νερό δεν γίνεται, ξύπνησε ο Ομηρος μέσα σας και όλη η δημοτική παράδοσις! Μου θυμίζει κάτι από Γιάννη Ξανθούλη, αλλά σε συλλογική… έκδοση. Πω, πω ταλέντα! Καλά έχω πάθει πλάκα! Πώς στο καλό σας βγήκε όλο αυτό είναι απορίας άξιον!

  88. 22/06/2009 3:32 μμ

    και που να δεις και τον Μηρμυγκολέοντα μου…

  89. 22/06/2009 4:32 μμ

    ΕΤΕΛΕΙΩΣΕ !!! … σνιφ, κλαψ, λυγμ !!! Και τώρα τι θα γένουμε χωρίς παπάρους…
    Οι αδένες αυτοί ήσαν μια κάποια λύσις. 🙂

    @ Νο-σφαιράτε έχεις δίκιο, δεν έπρεπε να εμπλέξουμε το έντ(ρ)ομο με την πολιτική… έπρεπε να το κρατήσουμε σε κόσμια πλαίσια, αισθηματικού μελοδράματος και ή δυνατόν μουσικού…. «Μα εγώ αγαπώ τη Λ-ι-άνα, τη Λ-ι-άνα, τη Λ-ι-άνα, που έχει μάτια πλάνα …» 🙂

    @ Αλλουφανέστατε, η αγιοποίησις ήτο αναπόφευκτη (…σαράντα χρόνια πλησίον του ιερέως, έμαθε τα κόλπα… εδημιούργησε τα κονέξια μετά του δημιουργού) 🙂

    @ coolplatanos…

    Άμα βαριέται ο ά(ν)θρωπος κι η ζέστη τον βαράει
    αντίς για ούζα στη σκιά, στιχάκια κοπανάει
    Ξυπνά μέσα του ο «σάτυρος», ο γέρο Αριστοφάνης
    κι αρχίζει τα μπαλώματα ο Μαρξ ο Αλλουφάνης
    Αισχρό το λεξιλόγιο και να μας συμπαθάτε
    μ’ αν δε σας καλοκάθεται, κοπιάστε και μη φάτε
    Δεν είμεθα πουριτανοί, μα ούτε παπαρά-τσι
    – στο ‘να μας χέρι η «Δομή» στ’ άλλο η «Χάρη Πάτση»
    κι αν θέλετε ορκιζόμεθα στον όσιο Μπαμπινιώτη
    την πένα μας «εξώθησε» του πνεύματος η νιότη
    Ούτε το δόλιο ζωντανό ήτανε καμιά τσούλα
    -όνομα δεν της δώκαμε, ας πούμε την Τασούλα-
    Για ό,τι κι αν ξεστόμισε φταίνε οι συγκυρίες
    που κάνουν πλούσιους τους φτωχούς και δούλες τις κυρίες
    που τους ζητιάνους άρχοντες, ποιητές τους παποράτους
    ευθύς τους μετατρέπουνε… σε κόσμους, φευ, αοράτους.
    Όλοι μαζί συγγράψαμε «Όπερα της παπάρας»
    μιας κι ούτε εις τον ύπνο μας βλέπουμε πια πεντάρας
    Κι αν τέλος είχεν άδοξο – δεν είμεθα κι ο Μπρεχτ-
    μέλλον λαμπρόν προβλέπεται… μουτσάτσος, γκόου του νεχτ !
    🙂

  90. 22/06/2009 4:38 μμ

    @ Νοσφεράτ(λ)ος «Περιμένοντας τον Μηρμυγκολέοντα» λοιπόν (…πλην των Βαρβάρων και του Γκοντό) 🙂
    Κράτα μας ενήμερους…

  91. 22/06/2009 4:46 μμ

    Εξ όνυχος ο λέων, μην ομιλείτε πλέον!

  92. 22/06/2009 4:55 μμ

    Χιονοστιφάδα : Προς το παρόν σου στελνω το παμπαλαιον επος μου : ο( Κν)ούτις
    (για να μαθαινουν οι νεωτεροι και να θυμουνται οι παλαιοτεροι
    http://nosferatos.blogspot.com/2008/08/blog-post_8046.html

  93. Καναλιώτης permalink
    22/06/2009 6:31 μμ

    @Χρονοστιβάδα
    η απάντηση στο @coolplatanos …ΚΟΡΥΦΗ!!!

  94. 22/06/2009 10:37 μμ

    Όταν τον δόλιο ποιητή οίστρος τον ετσιμπήσει
    ποιος τάχα μπρος του θα βρεθεί για να τον σταματήσει;

    πωπωπωπω!
    Στα σχόλια γράφεται νέο ποιητικό έπος.
    Καλησπερίζω τους παλιούς( Νοσφεράτο, Ροδιά, Χρονοστιβάδα, Καναλιώτη, Ανεπίδοτη) και καλωσορίζω τους νέους (Cirut, Ρουλιώ) ριμαδόρους.
    @Coolplatanos: ιδού πεδίο δόξης λαμπρό. Κοπιάστε. Η ρίμα είναι εύκολη
    @ Νατασάκι, Λεμέσια, Vad, προπονηθείτε. Στο επόμενο συμμετέχεται και σείς.
    Και μια και είπα επόμενο… Θα το επαναλάβουμε εν καιρώ, με καθορισμένη σειρά και με καθορισμένο αριθμό στίχων έκαστος. Να δούμε τι θα βγει.

  95. 22/06/2009 11:44 μμ

    Xιονοστιφάδα να και ο Μηρμηγκολεων μου
    ..
    Μονο προσεχε τον δεν κανει να τον αγγιξεις ειναι πολύ ευαισθητος ..
    Εμεινε για χρόνια εγκλωβισμένος στα Κατεχόμενα και τον χρησιμοποιουσαν κατι μερακληδες για τις ορεξεις του..Απο τοτε εχει τραυματα ..Τον εχω μη σταξει και μη βρεξει :

    http://nosferatos.blogspot.com/2009/03/blog-post_5569.html

  96. 23/06/2009 12:12 πμ

    Ωραίος ο Μηρμηγκολέων και διδακτικός…
    Όταν λες «κατεχόμενα» τι εννοείς;

  97. 23/06/2009 12:29 πμ

    Εννοω περιοχες οπου καποτε ανθουσε η Ποιησις και η Φιλοσοφια και τωρα τις σκεπασε η Μαυρη Καταχνια,η ερημωση,οι Αραχνες ,οι Νυχτεριδες και αλλα περιεργα Εντομα και Οντα

  98. 23/06/2009 12:35 μμ

    @ Νοσφεράτος:
    Περιοχές που κάποτε ανθούσε η ποίησις και τώρα μαύρη καταχνιά, ερήμωση, αράχνες και νυχτερίδες….
    Α, κατάλαβα!
    Το μπλογκ της Νατάσας εννοείς.
    :p

  99. 23/06/2009 1:27 μμ

    100
    σχόλια
    😛

    (παλιο-καρφί! 😆 😆 😆 )

  100. Καναλιώτης permalink
    23/06/2009 1:48 μμ

    😆

  101. 23/06/2009 11:35 μμ

    Τέκνον Καναλιώτη, σε μερσώ πατοκόρφως κι ανταποδίδω 🙂
    Επειδή μόλις τώρα ανακάλυψα τη «ραδιοφούσκα» και τις εκπομπές της Ροδιάς (… αίσχος, ντροπή και φτου μου) και μιας και ζήτηξε προτάσεις για μουσικές, που θα μπορούσαν να συνοδεύουν -ως μουσικό κιλίμι- την ροδιο-φονική απαγγελία του έπους τουτουνού, ένα(ν) έχω να πω… Spike Jones !!! 🙂 (… ή άντε στη χειρότερη Tiger Lillies) …

  102. Καναλιώτης permalink
    24/06/2009 4:12 πμ

    @Σνιφαδοχιονάδα
    δλδ μουσική για cartoons;;;;

  103. 24/06/2009 8:34 πμ

    αν και το πόνημα μακρύ
    εγώ κοντός θα μείνω
    τα συχαρίκια μου θα πω
    κι απ’ την αρχή θ’ αρχίσω
    ευθύς ξανα το διάβασμα
    να ξαλεγράρω λιγο!

    μαγεία η ποιήσις εν τέλει!
    καλη σου μέρα
    (που μου φτιαξες τη μέρα)
    😉

  104. 24/06/2009 1:04 μμ

    @Καναλιώτη
    Ναι γειά (…και ουχί μόνον)… cult-modern circus 😉

  105. 24/06/2009 5:12 μμ

    @ χιονοστιβάδα με πλάκωσε με ύφος μποστικό… (αλά μποστ…)
    @ αλλουφάνιε πλάκα, πλάκα γιατί δεν φτιάχνετε μία ομάδα να θεατρικοποιήσει το έπος; Παράσταση από blogger! Πώς σας φαίνεται ως ιδέα; Θα ξεκαρδιζόμασταν στα γέλια σε τέτοιους χαλεπούς καιρούς. Δυστυχώς δεν τα καταφέρνω με τη ρίμα τόσο εύκολα όσο εσείς. Θα πρέπει να παιδεύομαι με τις ώρες… 🙂 Σας θαυμάζω!

  106. 24/06/2009 5:15 μμ

    άσε που την απάντηση της χιονοστιβάδας σε μένα τη φαντάζομαι με εικονογράφηση του μακαρίτη Μίνου Αργυράκη… και έκδοση θα μπορούσε να βγει με τις μεταμορφώσεις τις σαρανταπαρούσας σε σκίτσα… Βρε έμπνευση που την είχατε καλοκαιριάτικα!

  107. 24/06/2009 10:28 μμ

    @ Nατάσα: Καρφί; Μουά;
    Ντεν καταλαβένει…
    @ Καναλιώτη: γειά σου άρχοντα των Καναλίων Νήσων
    @ Xρονοστιβάδα: Τι μεταλλάξεις είναι αυτές;
    Χιονοστιβάδα, χιονοσνιβάδα, χωνοστιχάδα…
    Η μπλόγκερ με τα 1000 ονόματα…
    🙂
    @ Γιάννης Καφάτος:
    Ξέχασες να πεις: είναι το πόνημα μακρύ (με το συμπάθειο)….
    χαχαχαχα
    Γειά σου Γιάννη Καφάτε, σκαφάτε και πάντοτε κεφάτε!
    🙂
    @ Coolplatane; Μη βάζεις ιδέες…
    Δεν μπορείς να φανταστείς τι μεγάλα ψώνια είναι αυτοί οι μπλόγκερ…

  108. Καναλιώτης permalink
    25/06/2009 2:27 πμ

    Αίτημα για διόρθωση μικρών (είναι αλήθεια) λαθών στο αριστούργημα.

    Παρακαλώ αλλάξτε την γραμμή που είναι με πλάγια γράμματα με αυτήν που είναι σε έντονα.

    Η αύρα που παράχθηκε από αυτή εδώ την σχέση
    Η αύρα που παράχθηκε από αυτή την σχέση

    Οι πανάδες έφυγαν πια, -το πρόσωπο μοιραίο
    Οι πανάδες πάνε πια, -το πρόσωπο μοιραίο

    Γούνα αγοράζει ολόσωμη από άγριο καπλάνη
    Γούνα αγοράζει ολόσωμη από άγριο καπλάνι

    Ο πόθος τους εξάντλησε αφού όλα τα’ καναν
    Ο πόθος τους εξάντλησε αφού όλα τα’ κάναν

    Χτες ο Αβραμόπουλος με ζήτησε και με βρήκε
    Χτες ο Αβραμόπουλος με έψαξε και με βρήκε

    εμένα (ή και τη Λιάνα) να καπνίζω στην Τιβί
    εμένα -ή και τη Λιάνα- να καπνίζω στην Τιβί

    Θα σε ξεχάσω μόνο όταν θα ‘μαι ένα πτώμα
    Θα σε ξεχάσω μόνο όταν με χώσουνε στο χώμα

    Εγώ το βίωσα πολύ. Μέσα απ ‘το κορμί μου.
    Εγώ το βίωσα έντονα. Μέσα απ ‘το κορμί μου.

  109. Καναλιώτης permalink
    25/06/2009 2:31 πμ

    Μια γραμμή Ξανά…

    Γούνα αγοράζει ολόσωμη από άγριο καπλάνη
    Γούν’ αγοράζει ολόσωμη απ’ άγριο καπλάνι

    Καλημέρα

  110. Καναλιώτης permalink
    25/06/2009 2:36 πμ

    και ένα τελευταίο (;;;;)

    εντός κορμιά ιδρώνανε -σωστό θεραπευτήριο
    μέσα κορμιά ιδρώνανε -σωστό θεραπευτήριο

  111. Καναλιώτης permalink
    25/06/2009 2:47 πμ

    @Marx «Καναλιώτη: η αλήθεια είναι ότι περίμενα κάτι πιο πολιτικό από σένα.»

    Η αλήθεια είναι οτι ήθελα να γράψω το μανιφέστο αλλά με πρόλαβες. Αν ξεκινήσεις καινούργιο έπος θα γράψω για την καταγωγή του ανθρώπου και τον ρόλο της εργασίας στην εξανθρώπιση του πιθήκου ή κάτι τέτοιο.

  112. 25/06/2009 7:44 μμ

    Αφεντικό, 1000 και βάαααλε !!! Αφού έτσι κι αλλιώς μου το αλλάζετε που μου το αλλάζετε, είπα να ρίξω μερικές ιδέες στο τραπέζι 🙂

  113. 25/06/2009 10:26 μμ

    @Καναλιώτη: οι παρατηρήσεις, διορθώσεις, σημειώσεις και βιβλιογραφικές παραπομπές θα ληφθούν υπ΄όψη στην 2η βελτιωμένη και επαυξημένη έκδοση του «έπους της σαρανταπαπαρούσας»
    (προσεχώς)

    @ Χλωμοσκιάδα επίσης είναι μια πολύ καλή παραλλαγή.
    :p

  114. Στουμπωμένος permalink
    11/06/2010 11:04 μμ

    πλακα εχετε ..

  115. 03/04/2011 8:57 μμ

    Παραπονιαρικο ..
    ——————————–
    Ημασταν εναν καιρό ποιητικά αλάνια
    τωρα μας ξεπέρασε ως κι η Αννιτα Πάνια

    Ημασταν Ξυπολυτοι και γραφαμε στιχακια
    τωρα καταντησαμε θλιμενα Γεροντακια

    Γραμαμε ποιηματα και φταχναμε και Ριμες
    τωρα πια το Ριξαμε σ’ αρχαιες Παντομίμες

    Καποτε περιγραφαμε Σαραντο παπαρουσες

    Τωρα καταντησαμε μοναχικες Θεουσες ..

    Ναμουν εκατογχειρας σαν την Θεά την Κάλι
    Ζηλέψανε οι ρίμες μου εκεινο το Στραγάλι

  116. 06/06/2014 3:00 μμ

    Reblogged this on a hairless ape.

  117. 01/02/2019 7:22 μμ

    Reblogged στις rodia.

Trackbacks

  1. Redblogs.gr » Το έπος της σαρανταπαπαρούσας.
  2. ALLU FUN MARX : ΑΡΙΣΤΕΡΑ …ΣΤΗ BLOGOSLOVAKIA | Κανάλι

Σχολιάστε

  • θέι θάμθιγκ

  • ΠΡΟΣΟΧΗ!

  • ΣΥΝΔΕΣΗ ΜΕ ΤΟ ΥΠΕΡΠΕΡΑΝ

  • Monkey Business

  • The Big Store

  • Από 06/01/2007 μέχρι τώρα

  • This blog is under copyleft… All wrongs reversed

  • Εισάγετε το email σας για εγγραφή στην υπηρεσία αποστολής ειδοποιήσεων μέσω email για νέες δημοσιεύσεις.

    Προστεθείτε στους 7.581 εγγεγραμμένους.
  • Ιουνίου 2009
    Δ Τ Τ Π Π Σ Κ
    1234567
    891011121314
    15161718192021
    22232425262728
    2930