Μετάβαση στο περιεχόμενο

Γιατί είχα έρωτα στα γράµµατα… (Repost)

12/09/2011

Τα σχολεία της φωτοτυπίας ανοίγουν σήμερα. Ευκαιρία λοιπόν για ένα repost. Στο blog αυτό το κείμενο που ακολουθεί ανέβηκε για πρώτη φορά το 2007. Ο Μάρκος Βαμβακάρης θυμάται τα σχολικά του χρόνια.  Σε κάποιο σημείο ο Μάρκος αναφερόμενος στις συνθήκες  που επικρατούσαν στα σχολεία το 1909 λέει: «Βιβλία δεν είχαµε». Και είναι πραγματικά… «κατόρθωμα» της  κυβέρνησης που 102 χρόνια μετά, οι σημερινοί μαθητές μπορούν να πουν «ούτε εμείς έχουμε βιβλία Μάρκο!»
«Το 1909 µε βρέσκει πέντε χρονώ παιδάκι.
Ήµουνα από τότες κιµπάρης. Σφιχτοδεµένος. Είχα πρώιµη ανάπτυξη.
Παρατήραγα δεξιά αριστερά. Σφουγγάρι. Τα µάτια µου αρπάχνανε. Εβύζαιναν παντού.
Έστηνα τ’ αυτί κι άκουγα,εκεί που μιλούσαν οι γέροι, οι σοφότεροι. Να μασώ την γλώσσα.
Μου αρένανε ν’ ακώ κουβέντες.Όταν ιστορούσανε.
Άκουγα. Κι ό,τι λέγανε τα κράτηγα.
Μου αρένανε τα μυστήρια του ντουνιά.
Επάγαινα στις γκάιντες, εκεί που τραγουδάγανε.
Το κάθε ξηµέρωµα µ’ έβρισκε στο πόδι.
Από ρουχαλάκια, δεν είχαµε, μπαλωµένα φορήγαµε.
Παπούτσια ούτε για δείγµα.
Διπλοβελονιά ντουσέκι το παλιοπαντελονάκι.
Και µονοφόρι.
Κι αν ξέπεφτε κανένα παλιοπάπουτσο, το ‘ραβα µε κερωµένο γκιούλι για να µη σπάει.
Εχανόµουνε στα χωράφια ξιπολησιάς. Και τα κανιά µου γιοµάτα σηµάδια.
Έβρεχε και πιλάλαγα στη βροχή. Έπεφτε µπόρα, δεν µ’ απάνταγε.
Τα ‘βαζα µε τα στοιχειά της φύσης.
Βούταγα µια βάρκα και κοντραριζόµουνα µε τα κύµατα.Την άνοιξη φούσκωνε η ψυχή µου.
Εκαθόµουνα µε τις ώρες στις πλευρές κι άκουγα τα λουλούδια που έσκαζαν.
Είχα µονίµως µια φούντωση. Έτσι ενθυµούµαι.
Πέντε χρονώ, µ’ έστειλε ο πατέρας σχολείο.
Από το υστέρηµα του µ’ αγόρασε ποδιά.
Ετότες φορήγαµε ποδιές. Αλατζαδένιες. Υπήρχαν και τα ντρίλια.
Κι ήµαστε όλα τα παιδιά µια κοψιά. Λόγω στολής.
Τα γράµµατα τ’ αγάπησα, τα ‘παιρνα στον αέρα.
Επήγα στο σχολείο. Ξύλινα θρανία. Κι ένας πίνακας.
Κιµωλίες µε το δελτίο, πιο ακριβές κι απ’ το γαρούφαλο.
Βιβλία δεν είχαµε.
Το µάθηµα τ’ αρπάζαµε από το στόµα του δάσκαλου.
Μόλις τελείωνα µε την διδασκαλία, ξαµολιόµουνα στα χωράφια και έλεγα µεγαλοφώνως τι άκουσα. Το ‘λεγα πολλές φορές.
Αφού φχαριστιόµουνα, το ξανάρχιζα κι έβαζα και δικά µου µέσα.
Ό,τι µου ‘ρχότανε. Το µεγάλωνα. Άµα µου άρεσε µια λέξη, µια φράση, την έλεγα και την ξανάλεγα.
Κι όταν µε σήκωνε στο µάθηµα, του ξηγιόµουνα αβέρτα.
Εκεί όµως που πάθαινα µεγάλη ζηµιά ήταν µε τον Πάρι και την ωραία Ελένη.
Τον Αγαµέµνονα. Ξέρξη. Δαρείο. Τους Άθλους του Ηρακλέους.
Όπου εστεκόµουνα, αυτούς τους πατριώτες τους έβλεπα οµπρός µου.
Και τις ναυµαχίες. Με πρώτη εκείνη που έλαβε χώρα στή Σαλαµίνα.
Ετούτοι οι πρόγονοι πολύ µε συγκίνησαν.
Ταίριαξαν µε την ψυχή µου.
Ο δάσκαλος καταλάβαινε τι αντάρα γινόταν µέσα µου και µε είχε περί πολλού.
Ήµαστε ζόρικοι. Αλλά σ’ εµένα δεν σήκωσε ποτές χέρι.
Γιατί είχα έρωτα στα γράµµατα.
Τους άλλους τους µούρλαινε στις φάπες.Τους διάταξε, ο καθένας να φέρνει τη βέργα του.
Και µε την βέργα του τον έδερνε.
Να και τούτη, να και κείνη.Και του καρούλιαζε τα χέρια.
Όταν έµαθα την αλφαβήτα,γιόµισαν τα µάτια µου δάκρυα.
Μου κονόµησε ο πατέρας ένα µολύβι.
Εβρήκα κι ένα χαρτί άσπρο κι άρχισα να συνταιριάζω τις πρώτες λέξεις.
Τις έγραφα και µετά τις διάβαζα φωναχτά.
Τι δε θα ‘δινα να θυµηθώ την πρώτη λέξη που ‘γραψα.
Αλάφρωσε η ψυχή µου από την φούντωση.
Τα γράµµατα µου παίρναν την στενοχώρια.
Από µικρό παιδάκι στα βάσανα.
Έβλεπα τον πατέρα µου να δουλεύει, να κουράζεται. Αλλά το ψωµί δεν έφτανε.
Πώς να θρέψει τρία παιδιά; Κι η µάνα µου µαρτύρησε να µας αναστήσει.
Είχα κλίση στα γράµµατα.Κι όταν φτάσαµε σ’ εκείνους, Βυζάντιο και τα ρέστα, ξανάπαθα ζηµιά.
Όλους εκείνους τους αυτοκρατόρους, Κωνσταντινούπολη, Αγία Σοφιά.
Έπεφτα να πλαγιάσω, αλλά πού ύπνος.
Τα ‘παιρνα απ’ το δάσκαλο και τα ‘φερνα στον ύπνο. Συντροφία.
Ξαγρύπναγα και τα ‘βλεπα. Κοιµόµανε και ‘ρχόσανε στα όνειρα.
Βυζάντιο. Η άλωσις της Κωνσταντινουπόλεως.
Εσηκωνόµουνε ως υπνοβάτης και ξέβγαινα όξω τες νύχτες, µπας και τους συναντήσω.
Κι όλο ρώταγα το δάσκαλο εκείνα που σκεφτόµουνα, να πάρω απαντήσεις.
Αλλά δεν κράτησα πολύ τα γράµµατα.
Πριν τελειώσω την τέταρτη τάξη, το 1912, επήραν τον πατέρα µου στρατιώτη και άφησα το σχολείο για να πάµε µε τη µάνα µου σε δουλειά.
Τρία µωρά στο σβέρκο. Εµένα.Τον Λεονάρδο.Και τον Φραγκίσκο.
Ήµανε ο µεγαλύτερος. Κι ήπρεπε να κονοµάµε.
Από δουλειά σε δουλειά, εγίνηκα κι εφηµεριδοπώλης.
Εξέκλεφτα χρόνο στις γωνιές και κλεφτά εδιάβαζα τα µεγάλα γράµµατα.
Τους τίτλους.
Κι εµάθαινα τα γραµµατάκια.
Και τα καλλιεργούσα όπως όπως».

Ο Μάρκος Βαμβακάρης,θυμάται τα σχολικά του χρόνια… Και μας συγκινεί.
Από την σειρά «Ρεμπέτικος Μύθος» των εκδόσεων Τεγόπουλου-Μανιατέα, με κείμενα και επιμέλεια του Γιώργη Χριστοφιλάκη.
Δυό επισημάνσεις μόνο:
-Πόσο ζωντάνια έχουν οι ρηματικοί τύποι που χρησιμοποιούσε στον προφορικό του λόγο ο Μάρκος :Μου αρένανε,τα κράτηγα,εχανόµουνε,φορήγαµε…
-Διαβάζοντας το απόσπασμα αυτό, μπόρεσα να καταλάβω πώς ξεφύτρωσαν ο Σωκράτης, ο Πάρης, η Ωραία Ελένη,ο Μενέλαος, ο Ηρακλής, η Λερναία Ύδρα και ο Ξέρξης μέσα στους στίχους του τραγουδιού του Μάρκου»Ήθελα νά’μουν Ηρακλής»
«Εκεί όµως που πάθαινα µεγάλη ζηµιά ήταν µε τον Πάρι και την ωραία Ελένη.
Τον Αγαµέµνονα. Ξέρξη. Δαρείο. Τους Άθλους του Ηρακλέους.
Όπου εστεκόµουνα, αυτούς τους πατριώτες τους έβλεπα οµπρός µου.»

13 Σχόλια leave one →
  1. 12/09/2011 11:55 πμ

    Διαμάντι. To post it and keep reposting it…

  2. 12/09/2011 7:42 μμ

    Δεν άλλαξε τίποτα …

    Πρόσω ολοταχώς προς τα … πίσω !!!

  3. 12/09/2011 9:03 μμ

    Αν είναι να γίνουν σαν τον Μάρκο, ε ας μην τους δώσουν βιβλία βρε αδερφέ!
    😛

    (Καλά μας/τους κουράγια φέτος…)

  4. 12/09/2011 10:22 μμ

    @Swell : Αδάμας… Και γι’ αυτό το επανέφερα. Μακάρι να υπήρχε ηχογραφημένη η διήγηση με τη φωνή του Βαμβακάρη να μπορούσαμε να την ακούσουμε.

    @Φάρος: Σύντροφε, ευτυχισμένο το 1911… 🙂

    @ Νατάσα: Για να γίνουν σαν τον Μάρκο, πρέπει ν’ αρχίσουμε από τα βασικά.
    Εντατικά μαθήματα μπαγλαμά ιμίντιντλι
    🙂

  5. Aγγελική Κ. permalink
    13/09/2011 11:11 πμ

    …μετά από πολλά χρόνια,ενώ ήταν ήδη φτασμένος τραγουδιστής στον Περαία, πήγε στην απάνω χώρα (Σύρο) στην πατρίδα και τον φιλοξένησε ο θείος του (προπάπους μου). Του άρεσε τόσο πολύ, του είχε λείψει η Σύρα και του ρθε ξανά η φούντωση των παιδικών χρόνων. Ζήτησε από τον θείο του ένα χαρτί και ένα μολύβι να γράψει. Που να βρει…τότε πολύ φτώχια. Πήγε στο μπακάλι, έφερε μπακαλόχαρτο και ένα μολύβι!!! Εκεί πάνω έγραψε τη ΦΡΑΓΚΟΣΥΡΙΑΝΗ καθώς και το ΣΥΡΑ Η ΑΠΑΝΩ ΧΩΡΑ ΣΟΥ. Τόση η αγάπη του για τη Σύρα!!! Μια φούντωση!!! Μια φλόγα!!! Η Γιαγιά μου, (πρώτη του ξαδέλφη) μου τα διηγήθηκε αυτά και άλλα πολλά, και μου τραγουδούσε με τη δική της βραχνή επίσης φωνή, όλα του τα τραγούδια με μάτια βουρκωμένα (την τραβούσα βίντεο να τα χω θησαυρούς). Και κουνούσε το κεφάλι της με νοσταλγία…για το Μάρκο, τη Σύρα που άφησε και εκείνη πίσω για τον Περαία, για τα χρόνια που πέρασαν…
    Επιτρέψτε μου να της αφιερώσω αυτά τα λόγια…πάνε 7 χρόνια που μας άφησε 86 χρονών, μα με ζωντάνια έφηβης…
    στη δικιά μας «ωραία Ελένη» στην «μπούλα μου»

  6. 13/09/2011 9:24 μμ

    Μην σου πω και το … 1811 !!! 😆

  7. 14/09/2011 11:32 μμ

    @Αγγελική Κ. Σ’ ευχαριστώ πολύ που μοιράστηκες μαζί μας αυτές τις αναμνήσεις σου.
    Σού έστειλα ένα μέιλ, δεν ξέρω αν το έχεις διαβάσει

    @Φάρος: αν είμαστε στο 1811, κουράγιο τότε. Σε 10 χρόνια θα ξεκινήσει η Επανάσταση.
    🙂

  8. φεγγαρένια permalink
    15/09/2011 11:26 πμ

    Τελος του περασμενου απριλιου επισκεφθηκα τη Συρο και το μουσειο του Βαμβακαρη που μας το ανοιξε ενας γειτονας και μας το δειξε με τοση λαχταρα σαν να μιλουσε γοα καποιον πολυ δικο του ανθρωπο. Ειναι αληθεια πως οι συντοπιτεςς του δειχνουν να τον λατρευουν και το μουσειο που του εφτιαξαν πραγματκα σε ταξιδευει. Οσο για τα βιβλια δεν χρειαζονται κατα τους ιθυνοντες οπως δεν χρειαζονται και οι βιβλιοθηκες αφου εχουμε το ιντερνετ λενε. Ναι ναι το χω ακουσει απο αντιδημαρχο που ευτυχως ξεκουμπιστηκε… και στα δικα τους… Αλλου με συγχωρεις για την εμπαθεια αλλα ξερεις… Ουφ περιμενουμε εξαγνιστικα φθινοπωρινα χαικου

  9. 15/09/2011 11:39 πμ

    @Φεγγαρένια: Καλώς την. Τέρμα οι διακοπές;
    Ναι, τον λατρεύουν τον Βαμβακάρη στη Σύρο…
    Όσο για τα φθινοπωρινά χαικού…άντε να αρχίσουμε να εμπνεόμαστε σιγά σιγά
    🙂

  10. 15/09/2011 8:53 μμ

    Σ ευχαριστώ Μαρξουλίνο, πολύτιμα

    Κλε

  11. 15/09/2011 10:35 μμ

    Πήγα πέρισυ στο σπίτι του στην Ανω Σύρο, τι θέα, μπορεί να είναι πολύ φτωχικό γιά μουσείο αλλά τον νοιώθεις, η ψυχή του είναι κάπου εκεί, πως θα μπορούσε κανείς να εγκαταλείψει αυτόν τον ευλογημένο τόπο! Ανάμεσα στα εκθέματα κι’ ένα χειρόγραφο με στίχους,
    «Αν μαξιοσι ο θεος λεφτα να αποκτισο θαγοραζα ενα κοτερο τον κοσμο να γιριζο.»
    Κι’ εγώ, κι’ εγώ, σκέφτηκα. Ψυχάρα ο τύπος!

  12. Maria Arka permalink
    17/09/2011 3:14 μμ

    θελησα τοσα πολλα να πω κι εγω για αυτο το φαινομενο..αλλα το μονο που θα εκφρασω ειναι την βαθεια μου συγκινηση..το κειμενο αυτο αλλαξε το μεσα μου μουδωσε δυναμη κι ελπιδα…..Του Ελληνα οσο κι αν του βαζουν δυσκολα παντα τα καταφερνει να δινει λυσεις..κι αυτο τον κανει ακομα πιο δυνατο

  13. 19/09/2011 12:59 πμ

    @Κλέλια: Kαλώς το κορίτσι μας, την συν-αρλετολάτρη…Πώς πάνε τα πράγματα στο μεγάλο νησί;
    🙂
    @Ελληνίδα: Κότερα και λεφτά…Toν αξίωσε ο θεός για πιο μεγάλα πράγματα. Ευτυχώς.

    🙂

    @ Mαρία: Χαίρομαι που το μπλογκ αυτό μεσολάβησε για να ανταμώσεις με τα λόγια του Μάρκου. Το ποστ πέτυχε τον σκοπό του αφού σού’δωσε συγκίνηση, δύναμη κι ελπίδα.
    Κι εγώ σ’ ευχαριστώ

Σχολιάστε

  • θέι θάμθιγκ

  • ΠΡΟΣΟΧΗ!

  • ΣΥΝΔΕΣΗ ΜΕ ΤΟ ΥΠΕΡΠΕΡΑΝ

  • Monkey Business

  • The Big Store

  • Από 06/01/2007 μέχρι τώρα

  • This blog is under copyleft… All wrongs reversed

  • Εισάγετε το email σας για εγγραφή στην υπηρεσία αποστολής ειδοποιήσεων μέσω email για νέες δημοσιεύσεις.

    Προστεθείτε στους 7.581 εγγεγραμμένους.
  • Σεπτεμβρίου 2011
    Δ Τ Τ Π Π Σ Κ
     1234
    567891011
    12131415161718
    19202122232425
    2627282930